Γιατί τα περισσότερα δημοσιευμένα επιστημονικά ευρήματα είναι αναληθή

«Οι κορυφαίοι, διεθνώς, ειδικοί του κλάδου της Στατιστικής Ιατρικής αναγνωρίζουν την πρωτοποριακή επιστημονική συνεισφορά του Έλληνα γιατρού, Δρ. Π. Α. Ιωαννίδη. Ο Ιωαννίδης είναι Καθηγητής Παθολογίας, Έρευνας και Πολιτικής Υγείας, και Διευθυντής του Κέντρου ‘Ερευνών Πρόληψης Νοσημάτων του Πανεπιστημίου του Stanford. Εμπνεύστηκε, επίσης, την ιδέα της δημιουργίας του – μοναδικού στον κόσμο – εργαστηρίου METRICS (Meta-Research Innovation Centre at Stanford), του οποίου είναι ιδρυτικό μέλος.

Αν και μόνον το έργο του στον ευρύ χώρο της κλινικής και μοριακής επιδημιολογίας και της μεθοδολογίας της ιατρικής έρευνας θα αρκούσε να τον κατατάξει ανάμεσα στους σημαντικότερους επιδημιολόγους στον κόσμο, επιθυμώ να σταθώ περισσότερο στο μάλλον κορυφαίο – μέχρι στιγμής τουλάχιστον – επίτευγμα του Ιωαννίδη, που έγκειται στην ανάδειξη του κλάδου της μετα-ανάλυσης (meta-research είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο ίδιος), δηλαδή της συστηματικής, εμπειρικής μελέτης της αξιοπιστίας των επιστημονικών μελετών, με σκοπό, εν συνεχεία, τη βελτίωση των χρησιμοποιούμενων σ’ αυτές μεθοδολογιών και πρακτικών επσιτημονικής έρευνας.

Μάλιστα, το κορυφαίο επιστημονικό του άρθρο αφορά σε ένα μαθηματικό μοντέλο, το οποίο ο Ιωαννίδης, ενόσω δίδασκε ακόμη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ανέπτυξε και δημοσίευσε το 2005, στο περιοδικό PLoS Medecine, με τίτλο «Why Most Published Research Findings Are False (Γιατί τα περισσότερα δημοσιευμένα ερευνητικά ευρήματα είναι αναληθή». Ας σημειωθεί ότι το άρθρο αυτό έχει αναφερθεί ήδη χιλιάδες φορές στην επιστημονική βιβλιογραφία και είναι το πλέον διαβασμένο άρθρο στην ιστορία της Public Library of Science, με πάνω από 3 εκατομμύρια «επισκέψεις» σ’ αυτό, μέσω του διαδικτύου. Το εν λόγω μαθηματικό μοντέλο του Ιωαννίδη υπολογίζει την πιθανότητα ένα ερευνητικό εύρημα να είναι αναληθές κάτω από διαφοφρετικές συνθήκες ισχύος, μεροληψιών, όπως και της ενασχόλησης πολλών, διαφορετικών ερευνητικών ομάδων με το ίδιο ερευνητικό αντικείμενο. Οι προβλέψεις του μοντέλου έχουν επικυρωθεί σε μια σειρά εμπειρικών αναλυτικών μελετών, στις οποίες ο Ιωαννίδης έχει περιγράψει και ποσοτικοποιήσει τη συχνότητα μεγάλων μεροληψιών και σφαλμάτων σε διαφορετικά επιστημονικά πεδία και μεθόδους: από τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές και άλλες κλινικές μελέτες, μελέτες επιδημιολογικής συσχέτισης, μελέτες για γενετικούς παράγοντες κινδύνου, προγνωστικούς παράγοντες και προγνωστικά συστήματα, μοριακή ιατρική, μελέτες με πειραματόζωα, μέχρι και προκλινικές μελέτες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Ιωαννίδης πέτυχε να προσφέρει εμπειρική τεκμηρίωση για το πως μπορεί να βελτιωθεί ο σχεδιασμός της έρευνας σ’ αυτούς τους τομείς. Οι εφαρμογές καλύτερων μεθοδολογιών στον σχεδιασμό των μελετών (π.χ. η χρήση μπαϊεσιανών προσεγγίσεων) και οι εκπληκτικές εξελίξεις στις πειραματικές μεθοδολογίες, ιδιαίτερα στην επιστήμη της μοριακής βιολογίας, έχουν βελτιώσει σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία πολλών επιστημονικών πεδίων, όπως για παράδειγμα της γενετικής επιδημιολογίας, όπου η αξιοπιστία των ευρημάτων που συσχετίζουν γονίδια με νοσήματα έχει αυξηθεί από 1% σε 95%, μέσα στην τελευταία επταετία.

Ο Ιωαννίδης είχε το θάρρος και την ευφυία να στρέψει σχεδόν μόνος του την παγκόσμια προσοχή προς τη «διάχυτη» σφαλερότητα της βιοϊατρικής έρευνας και να προτείνει πειστικές και ευρέως εφαρμόσιμες στρατηγικές για μεταρρυθμίσεις. Στη δημοσίευση-ορόσημο του 2005, ο Ιωαννίδης ανέδειξε την ανησυχητική και φαινομενικά οξύμωρη αλήθεια ότι τα ερευνητικά αποτελέσματα είναι τόσο λιγότερο πιθανό να είναι αληθή, όσο περισσότερες ομάδες εμπλέκονται στην αναζήτηση της σημαντικής σημαντικότητάς τους. Δηλαδή, υποστήριξε ότι τα ερευνητικά αποτελέσματα συχνά αντικατοπτρίζουν ακριβείς μετρήσεις της επικρατούσας προκατάληψης, και ότι, όσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνεται σε ένα ερευνητικό πεδίο, τόσο λιγότερο πιθανό είναι τα ερευνητικά αποτελέσματα σε αυτό το πεδίο να είναι αληθή. Σε πολλές περιπτώσεις, εκείνα τα επιστημονικά πεδία που αξιώνουν να τους αναγνωριστεί ότι έχουν πετύχει τα «ισχυρότερα» αποτελέσματα, είναι ακριβώς αυτά που έχουν «στηρίξει» τις μεγαλύτερες προκαταλήψεις.

Η αποδοχή του έργου του Ιωαννίδη από την επιστημονική κοινότητα αποτελεί αναγνώριση του γεγονότος ότι, εκτός από την ενδελεχή παρουσίαση του προβλήματος, έχει προτείνει ρεαλιστικές και εφαρμόσιμες λύσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν τη μετατόπιση των προσπαθειών από την αναζήτηση της στατιστικής σημαντικότητας προς μια βελτιωμένη a priori εκτίμηση των πιθανοτήτων επιτυχίας μιας μελέτης.

Εν κατακελίδι, οι πρωτοποριακές μελέτες του Ιωαννίδη στους τομείς του ελέγχου της πιστότητας και της αποτελεσματικότητας αναλύσεων δεδομένων μεγάλης κλίμακας έχουν τεράστια επιρροή, όχι μόνον στην Ιατρική και τη Βιολογία, αλλά και σε τομείς που υπολείπονται στην εφαρμογή αντίστοιχων μεθοδολογιών, όπως στις κοινωνικές επιστήμες, στα οικονομικά, στην ψυχολογία, στην ιστορία, κ.λπ.»
απόσπασμα από το βιβλίο του  Γιώργου Λ. Ευαγγελόπουλου, με τίτλο «Μαθηματικά: Θεωρητική ή πρακτική επιστήμη, εντέλει;» (εκδόσεις ΕΥΡΑΣΙΑ) 

Ιωάννης Ιωαννίδης: Επίτιμος διδάκτορας του ΑΠΘ ο καθηγητής του Στάνφορντ

Επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Ιατρικής του ΑΠΘ αναγορεύεται στις 12 Δεκεμβρίου ο καθηγητής Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ Ιωάννης Ιωαννίδης. Σύμφωνα με την εισηγητική πρόταση, η οποία εγκρίθηκε ομόφωνα, «η προσφορά του στην επιστημονική κοινότητα είναι εντυπωσιακή, με περισσότερες από 1337 διεθνείς δημοσιεύσεις στο χώρο της Τεκμηριωμένης Ιατρικής που έχουν συγκεντρώσει περισσότερες από 250.000 αναφορές.»
Η τελετή αναγόρευσης θα πραγματοποιηθεί στην Αίθουσα Τελετών του Παλαιού Κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής στις 5 το απόγευμα και θα μεταδοθεί ζωντανά εδώ.

Βιογραφικό

Ο Καθηγητής Ιωάννης Ιωαννίδης, MD, DSc, γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1965 και μεγάλωσε και σπούδασε στην Αθήνα. Από μικρός, ήταν πάντα ο καλύτερος μαθητής της τάξης, ενώ κέρδισε πολλά βραβεία όπως το Πανελλαδικό Βραβείο της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας το 1984.
Κατείχε ηγετικές και καθηγητικές θέσεις στο NIH, στο Johns Hopkins, στο Tufts, στο Harvard, στο Imperial College και στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων όπου ήταν και Διευθυντής του Εργαστηρίου Υγιεινής και Επιδημιολογίας μεταξύ 1999-2010.
Αποφοίτησε πρώτος από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1990. Στο ίδιο Πανεπιστήμιο απέκτησε διδακτορικό στην Βιοπαθολογία. Σπούδασε στο Harvard και Tufts, όπου εξειδικεύθηκε στην εσωτερική παθολογία και στα λοιμώδη νοσήματα, και αμέσως μετά εργάστηκε στο NIH, στο Johns Hopkins και στο Tufts.
Από το 2010 εργάζεται στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, όπου αρχικά κατείχε την έδρα C.F Rehnborg στο Κέντρο Έρευνας Πρόληψης του Στάνφορντ ενώ στη συνέχεια κατείχε καθηγητικές θέσεις σε τέσσερα τμήματα και συμμετοχή σε οκτώ κέντρα/ινστιτούτα.
Είναι συγγραφέας περισσοτέρων των 1377 δημοσιεύσεων σε έγκριτα διεθνή περιοδικά με περισσότερες από 250.000 αναφορές και hindex=186 στη βάση Scopus (530.000 αναφορές και h=250 στην Google Scholar). Με βάση τον σημερινό αριθμό αναφορών που λαβάνει το δημοσιευμένο έργο του ανά έτος, είναι ένας από τους 6 πλέον αναφερόμενους επιστήμονες εν ζωή στον κόσμο.
Η δημοσίευσή του PLoS Medicine το 2005 με θέμα «Why most published research findings are false» είναι το πιο διαβασμένο άρθρο στην ιστορία της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Επιστημών (>3 εκατομμύρια επισκέψεις).
Το βραβείο του Atlantic το 2010 ως Brave Thinker Scientist αναγνώρισε ότι «μπορεί να είναι ένας από τους επιστήμονες με τη μεγαλύτερη επιρροή εν ζωή». Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, έχει λάβει πολλά έγκριτα εθνικά και διεθνή βραβεία, τιμητικές επώνυμες διαλέξεις και τίτλους επίτιμου διδάκτορα.
Ο καθηγητής Ιωαννίδης έχει αφιερώσει την ερευνητική του σταδιοδρομία στην ενίσχυση της ακεραιότητας της έρευνας, βελτιώνοντας ερευνητικές μεθόδους και πρακτικές που βελτιστοποιούν τις πιθανότητες απόκτησης πιο αξιόπιστων και χρήσιμων ερευνητικών στοιχείων.
Έχει επικεντρωθεί σε θεμελιώδη και θεωρητική εργασία και εμπειρική μετα-έρευνα
σε κλινικές δοκιμές, επιδημιολογική έρευνα, βασικές και μεταφραστικές βιοεπιστήμες,
κοινωνικές επιστήμες και άλλους τομείς.
Το 2014 ίδρυσε το Κέντρο METRICS στο Στάνφορντ, το οποίο εργάζεται στη
διεπιστημονική βελτίωση των υφιστάμενων ερευνητικών μεθόδων για σχεδιασμό και
ανάλυση μελετών, καθώς και στην ανάπτυξη και εφαρμογή νέων ερευνητικών μεθόδων. Ορισμένες από τις πιο σημαντικές εργασίες του, όσον αφορά τις αναφορές, εξετάζουν ζητήματα αναπαραγωγιμότητας και εγκυρότητας, προκαταλήψεις στη βιοϊατρική έρευνα και άλλα πεδία, μεθόδους σύνθεσης έρευνας, επεκτάσεις μετα-ανάλυσης, μελέτες συσχέτισης σε όλο το γονιδίωμα και
αγνωστική αξιολόγηση συσχετίσεων και εγκυρότητα τυχαιοποιημένων κλινικών
δοκιμών και περιγραφικών μελετών παρατήρησης. Επίσης, σχεδίασε, καθοδήγησε
και συμμετείχε σε τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές με επιρροή (ιδιαίτερα, στις μεγάλες κλινικές δοκιμές που άλλαξαν αποφασιστικά τη διαχείριση και την έκβαση της λοίμωξης HIV, αλλά και κλινικές δοκιμές νεφρολογίας και χρήσης αντιβιοτικών στην κοινότητα) και μεγάλες διεθνείς κοινοπραξίες που βοήθησαν στη μεταμόρφωση της αποτελεσματικότητας της έρευνας σε διάφορους τομείς της γονιδιωματικής, μοριακής και κλινικής επιδημιολογίας.

πηγή: https://www.med.auth.gr/article/neo-prosklisi-kai-programma-gia-teleti-anagoreysis-epitimoy-didaktora-ioanni-ioannidi



Κατηγορίες:ΙΑΤΡΙΚΗ, ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ

Ετικέτες:

2 replies

  1. Ioannis Panopoulos's avatar

    Το συμπέρασμα της δημοσίευσης του κου Ιωαννίδη ισχύει και για την ίδια τη δημοσίευση του κου κου Ιωαννίδη;

  2. Πρέπει να διευκρινίζει κανείς ότι το άρθρο αναφέρεται στον επιστημονικό χώρο του κ. Ιωαννίδη και όχι γενικά σε κάθε επιστημονικό χώρο.

    Αξίζει να αναφέρει κανείς και ότι τα τελευταία χρόνια ο κ. Ιωαννίδης έχει βαλθεί να υποστηρίξει το συμπέρασμα του παραπάνω άρθρου με κάθε τρόπο.

Αφήστε απάντηση στον/στην ΓΠ Ακύρωση απάντησης

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.