Τι συνέβη πριν από τη Μεγάλη Έκρηξη

“Non est mundus factus in tempore, sed cum tempore”
Άγιος Αυγουστίνος, Η πολιτεία του Θεού,11,6

Λοιπόν, τι συνέβη πράγματι πριν από τη Μεγάλη Έκρηξη; Τα περισσότερα παιδιά σχολικής ηλικίας κάνουν τους γύρω τους να σαστίζουν όταν θέτουν τέτοια ερωτήματα. Συνήθως αρχίζουν με απορίες σχετικά με το αν ο χώρος «είναι απέραντος», ή ποια είναι η προέλευση των ανθρώπων, ή πως σχηματίστηκε ο πλανήτης Γη. Στο τέλος, η σειρά των ερωτήσεων φαίνεται να επιστρέφει πάντοτε στην απαρχή των πραγμάτων: τη Μεγάλη Έκρηξη. «Αλλά, τι την προκάλεσε;»
Τα παιδιά μεγαλώνουν με μια διαισθητική αντίληψη περί αιτίου και αποτελέσματος. Δεν είναι δυνατόν τα γεγονότα στον φυσικό κόσμο «απλώς να συμβαίνουν» Κάτι προκαλεί τη πραγμάτωσή τους. Ακόμη κι όταν ο ταχυδακτυλουργός βγάζει με πειστικό τρόπο ένα λαγό από το καπέλο του, υποψιαζόμαστε ότι υπάρχει κάποιο τέχνασμα. Επομένως, θα μπορούσε άραγε ολόκληρο το σύμπαν απλά να παρουσιαστεί ξαφνικά, ως δια μαγείας, χωρίς κανέναν απολύτως ουσιαστικό λόγο;

Αυτές οι απλές απορίες της σχολικής ηλικίας έχουν βασανίσει άπειρες γενιές φιλοσόφων, επιστημόνων και θεολόγων. Πολλοί αντιπαρήλθαν το θέμα ως ένα ανεξιχνίαστο μυστήριο. Άλλοι προσπάθησαν να το απαλείψουν. Οι περισσότεροι όμως κατέληγαν σε μια φοβερή αμηχανία απλώς και μόνο που το σκέφτονταν.

Στην απλούστερη μορφή του, το πρόβλημα είναι το ακόλουθο: Εάν τίποτε δεν συμβαίνει χωρίς αιτία, τότε κάτι πρέπει να προκάλεσε και την εμφάνιση του σύμπαντος. Ωστόσο, τότε αντιμετωπίζουμε το αναπόφευκτο ερώτημα τι προκάλεσε αυτό το κάτι κ.ο.κ., σε μια επ’ άπειρον αναδρομή. Ορισμένοι διακηρύσσουν απλά ότι ο Θεός δημιούργησε το σύμπαν, αλλά τα παιδιά θέλουν πάντοτε να γνωρίζουν ποιος δημιούργησε τον Θεό, και τούτη η σειρά ερωτημάτων γίνεται δυσάρεστα ακανθώδης.

Ένας τακτικός ελιγμός συνίσταται στο να ισχυριστούμε ότι το σύμπαν δεν είχε αρχή, ότι υπάρχει αιώνια. Δυστυχώς, αυτή η φαινομενικά εύλογη ιδέα αποδεικνύεται εσφαλμένη, για πολλούς επιστημονικούς λόγους…..
Πρέπει να επισημάνουμε ότι, αν υπάρχει άπειρη ποσότητα χρόνου, τότε οτιδήποτε μπορεί να συμβεί, αφού, εάν είναι πιθανό να συμβεί μια φυσική διεργασία με μια συγκεκριμένη μη μηδενική πιθανότητα – οσοδήποτε μικρή – τότε, εφόσον υπάρχει άπειρη ποσότητα χρόνου, η διεργασία πρέπει να πραγματοποιηθεί, με πιθανότητα ίση με τη μονάδα. Μέχρι σήμερα, το σύμπαν θα έπρεπε να έχει καταλήξει σε κάποιο είδος τελικής κατάστασης, προς την οποία έχουν εξελιχθεί όλες οι δυνατές φυσικές διεργασίες. Επιπλέον, δεν εξηγούμε την ύπαρξη του σύμπαντος υποστηρίζοντας ότι αυτό υπήρχε ανέκαθεν. Κάτι τέτοιο είναι μάλλον σαν αν λέμε ότι ουδείς συνέγραψε την Αγία Γραφή: απλώς αντιγράφηκε από παλαιότερες εκδόσεις. Πέρα απ’ όλα αυτά, υπάρχουν πολύ πειστικές ενδείξεις ότι το σύμπαν πράγματι εμφανίστηκε με μια Μεγάλη Έκρηξη, πριν από δεκαπέντε δισεκατομμύρια χρόνια περίπου. Τα αποτελέσματα αυτής της αρχέγονης έκρηξης είναι σαφώς ανιχνεύσιμα σήμερα – στο γεγονός ότι το σύμπαν συνεχίζει να διαστέλλεται και είναι γεμάτο από μια μεταλαμπή θερμικής ακτινοβολίας.

Ερχόμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με το πρόβλημα του τι συνέβη πρωτύτερα ώστε να προκληθεί η Μεγάλη Έκρηξη. Οι δημοσιογράφοι αρέσκονται να θέτουν αυτό το ερώτημα με σαρκαστική διάθεση στους επιστήμονες, όταν οι τελευταίοι διαμαρτύρονται για τα χρηματικά ποσά που διατίθενται για την επιστημονική έρευνα. Ουσιαστικά, η απάντηση (κατά τη γνώμη μου) έχει δοθεί προ πολλού, από κάποιον Αυγουστίνο της Ιππώνος, έναν άγιο της Χριστιανικής Εκκλησίας που έζησε τον 5ο αιώνα. Εκείνες τις προεπιστημονικές εποχές, η κοσμολογία ήταν κλάδος της θεολογίας, και ο σαρκασμός δεν προερχόταν από δημοσιογράφους αλλά από ειδωλολάτρες: «Τι έκανε ο Θεός πριν δημιουργήσει το Σύμπαν;» ρωτούσαν. «Έφτιαχνε την Κόλαση για κάτι σαν κι εσάς!», ήταν η καθιερωμένη απάντηση.

Ο Αυγουστίνος, όμως, ήταν πιο οξύνους. Το σύμπαν, ισχυρίστηκε, «δεν δημιουργήθηκε εν χρόνω (in tempore), αλλά μετά του χρόνου(cum tempore)».

Με άλλα λόγια, η απαρχή του σύμπαντος – αυτό που ονομάζουμε Μεγάλη Έκρηξη – δεν ήταν απλά η ξαφνική εμφάνιση της ύλης σ’ ένα αιώνια προϋπάρχον κενό, αλλά η γέννηση του ίδιου του χρόνου. Ο χρόνος άρχισε μαζί με το σύμπαν. Δεν υπήρχε «πριν», δεν υπήρχε κάποιος ατέλειωτος ωκεανός χρόνου για έναν θεό, ή για μια φυσική διεργασία, ώστε να σπαταληθεί σε μια προετοιμασία άπειρης διάρκειας.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η σύγχρονη επιστήμη έχει καταλήξει, λίγο ως πολύ, στο ίδιο συμπέρασμα με τον Αυγουστίνο, βασιζόμενη σε ότι γνωρίζουμε σήμερα σχετικά με τη φύση του χώρου, του χρόνου και της βαρύτητας. Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν ήταν αυτός που μας δίδαξε ότι ο χρόνος και ο χώρος δεν αποτελούν απλώς μια αμετάβλητη σκηνή στην οποία εκτυλίσσεται το μεγάλο κοσμικό δράμα, αλλά έχουν και αυτοί το ρόλο τους – συμμετέχουν στο φυσικό σύμπαν. Ως φυσικές οντότητες, ο χρόνος και ο χώρος μπορούν να μεταβάλλονται – να υφίστανται παραμορφώσεις – εξαιτίας βαρυτικών διεργασιών. Η θεωρία της βαρύτητας προβλέπει ότι υπό τις ακραίες συνθήκες που κυριαρχούσαν στο πρώιμο σύμπαν ο χώρος και ο χρόνος μπορεί να ήταν τόσο παραμορφωμένοι, ώστε να υπήρχε ένα σύνορο, ή «ανωμαλία», στην οποία η παραμόρφωση του χωρόχρονου να ήταν άπειρη, και συνεπώς αδύνατη η «προέκταση» του χώρου και του χρόνου πέρα από αυτήν. Έτσι, η φυσική προβλέπει ότι ο χρόνος είναι πράγματι «φραγμένος» προς το παρελθόν, όπως ισχυρίστηκε ο Αυγουστίνος. Ο χρόνος δεν εκτείνεται σ’ ένα αιώνιο παρελθόν.

                                                                                                                                                       Εάν η Μεγάλη Έκρηξη ήταν αρχή του ίδιου του χρόνου, τότε κάθε συζήτηση περί του τι συνέβη πριν από τη Μεγάλη Έκρηξη, ή περί του τι την προκάλεσε – με τη συνήθη έννοια της φυσικής αιτιότητας – απλώς δεν έχει νόημα. Βέβαια, πολλά παιδιά, αλλά και ενήλικοι, θεωρούν ανεπαρκή αυτή την απάντηση. Αντιτείνοντας ότι πρέπει να υπάρχει κάτι περισσότερο από αυτό.   

Πράγματι υπάρχει. Άλλωστε, γιατί θα έπρεπε ο χρόνος ξαφνικά να αρχίσει να κυλάει; Πως μπορεί να εξηγηθεί ένα τόσο μοναδικό γεγονός; Μέχρι πρόσφατα, φαινόταν ότι κάθε εξήγηση της αρχικής «ανωμαλίας», η οποία αποτέλεσε την αρχή του χρόνου, θα έπρεπε να υπερβαίνει τα όρια της επιστήμης.
Εντούτοις, όλα εξαρτώνται από το τι εννοούμε όταν λέμε «εξήγηση».
Όπως προανέφερα, όλα τα παιδιά αντιλαμβάνονται αρκετά καλά την έννοια του αιτίου και του αποτελέσματος, και συνήθως η εξήγηση ενός γεγονότος συνεπάγεται την ανεύρεση κάποιου πράγματος που το προκάλεσε. Ωστόσο, αποδεικνύεται ότι υπάρχουν φυσικά γεγονότα τα οποία δεν έχουν καλά ορισμένα αίτια, με τη συνήθη έννοια. Τα γεγονότα αυτά ανήκουν σ’ έναν παράξενο κλάδο της επιστημονικής έρευνας ο οποίος ονομάζεται κβαντική φυσική.

Τα κβαντικά γεγονότα συμβαίνουν κυρίως σε ατομικό επίπεδο. Δεν τα αντιλαμβανόμαστε με την άμεση εμπειρία της καθημερινής ζωής. Στην κλίμακα των ατόμων και των μορίων, καταργούνται οι συνήθεις κανόνες της κοινής λογικής περί αιτίου και αποτελέσματος.
Ο κανόνας του νόμου αντικαθίσταται από ένα είδος αναρχίας ή χάους, και τα πράγματα συμβαίνουν αυθόρμητα – χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Σωματίδια ύλης μπορούν απλά να εμφανιστούν ξαφνικά και απροειδοποίητα, και κατόπιν να εξαφανιστούν το ίδιο αιφνιδιαστικά. Επίσης, κάποιο σωματίδιο που βρίσκεται σ’ ένα σημείο μπορεί ξαφνικά να «υλοποιηθεί» σ’ ένα άλλο σημείο, ή να αντιστρέψει την κατεύθυνση της κίνησής του. Και πάλι, αυτά είναι πραγματικά φαινόμενα που συμβαίνουν σε ατομική κλίμακα και μπορούμε να τα παρατηρήσουμε μέσω πειραμάτων.

Μια χαρακτηριστική κβαντική διεργασία είναι η διάσπαση ενός ραδιενεργού πυρήνα. Εάν ρωτήσετε γιατί ένας δεδομένος πυρήνας διασπάται μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή και όχι κάποια άλλη, δεν θα πάρετε απάντηση. Το γεγονός «απλώς συνέβη» εκείνη τη στιγμή – αυτό είναι όλο.
Δεν μπορείτε να προβλέψετε αυτά τα συμβάντα. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να προσδιορίσετε την πιθανότητα – υπάρχει ορισμένη πιθανότητα να διασπαστεί ένας δεδομένος πυρήνας, ας πούμε, σε μια ώρα.
Αυτή η απροσδιοριστία δεν είναι απλώς αποτέλεσμα του γεγονότος ότι αγνοούμε όλες τις μικρές δυνάμεις και επιδράσεις που συντελούν στη διάσπαση του πυρήνα. Είναι έμφυτη στην ίδια τη φύση, είναι ένα βασικό τμήμα της κβαντικής πραγματικότητας.

Το δίδαγμα της κβαντικής φυσικής είναι το εξής: Κάτι που «απλώς συμβαίνει», δεν είναι ουσιαστικά απαραίτητο να παραβιάζει του νόμους της φυσικής. Η ξαφνική και απρόκλητη εμφάνιση ενός υποατομικού σωματιδίου – που είναι γεγονός το οποίο παρατηρείτε καθημερινά σε επιταχυντές σωματιδίων – στην αυθόρμητη και απρόκλητη εμφάνιση του σύμπαντος είναι ένα μεγάλο βήμα. Υπάρχει όμως ένα «παραθυράκι». Εάν, όπως πιστεύουν οι αστρονόμοι, το αρχέγονο σύμπαν ήταν συμπιεσμένο σε πολύ μικρό μέγεθος, τότε τα κβαντικά φαινόμενα πρέπει να ήταν κάποτε σημαντικά σε κοσμική κλίμακα. Παρά το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τι ακριβώς συνέβη κατά την έναρξη, μπορούμε τουλάχιστον να αντιληφθούμε ότι δεν είναι απαραίτητο η εμφάνιση του σύμπαντος από το τίποτε να είναι παράνομη ή αφύσικη ή αντιεπιστημονική. Εν ολίγοις, δεν είναι απαραίτητο να επρόκειτο για ένα υπερφυσικό γεγονός.

Αναπόφευκτα, οι επιστήμονες δεν ικανοποιούνται αφήνοντας τα πράγματα ως έχουν. Θα θέλαμε να ερευνήσουμε εξονυχιστικά τις λεπτομέρειες αυτής της βαθύτατης έννοιας. Υπάρχει μάλιστα ένας ολόκληρος τομέας που είναι αφιερωμένος σ’ αυτήν και ονομάζεται κβαντική κοσμολογία. Δυο διάσημοι ειδικοί της κβαντικής κοσμολογίας, ο James Hartle και Stephen Hawking, είχαν μια έξυπνη ιδέα που ανάγεται στον Αϊνστάιν. Ο τελευταίος δεν ανακάλυψε μόνο ότι ο χώρος και ο χρόνος αποτελούν τμήμα του φυσικού σύμπαντος. Διαπίστωσε επίσης επίσης ότι συνδέονται στενότατα μεταξύ τους.
Ουσιαστικά, ο χώρος και ο χρόνος, αυτοί καθ’ εαυτούς, δεν αποτελούν κατάλληλα ορισμένες έννοιες.
Αντίθετα πρέπει να εργαστούμε με ένα ενοποιημένο «χωροχρονικό» συνεχές. Ο χώρος έχει τρεις διαστάσεις και ο χρόνος μια, άρα ο χωρόχρονος είναι ένα τετραδιαστατο συνεχές.

Ωστόσο, παρά τη σύνδεση του χώρου με το χρόνο, ο χώρος παραμένει χώρος και ο χρόνος παραμένει χρόνος σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις.
Όποιες κι αν είναι οι παραμορφώσεις του χωροχρόνου τις οποίες μπορεί να προκαλέσει η βαρύτητα, ποτέ δεν μετατρέπουν το χώρο σε χρόνο ή το χρόνο σε χώρο.
Εντούτοις, προκύπτει μια εξαίρεση όταν λαμβάνονται υπόψη τα κβαντικά φαινόμενα. Η κεφαλαιώδους σημασίας εγγενής απροσδιοριστία που διέπει τα κβαντικά συστήματα μπορεί επίσης να εφαρμοστεί και στο χωρόχρονο. Σ’ αυτή την περίπτωση, η απροσδιοριστία μπορεί κάτω από ειδικές συνθήκες  να επηρεάσει την ταυτότητα του χώρου και του χρόνου. Για ένα εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα, είναι δυνατόν η ταυτότητα του χρόνου να συγχωνευτεί με την ταυτότητα του χώρου, και έτσι ο χρόνος να γίνει, ούτως ειπείν, χωροειδής – απλώς άλλη μια διάσταση του χώρου.

Η χωροποίηση του χρόνου δεν είναι κάτι που γίνεται αιφνίδια – είναι μια συνεχής διαδικασία. Αν τη δούμε αντίστροφα, ως τη χρονοποίηση του χώρου (μιας διάστασής του), συνεπάγεται ότι ο χρόνος μπορεί να αναδυθεί από το χώρο μέσω μιας συνεχούς διεργασίας. (Όταν λέω «συνεχής» εννοώ ότι ο χρονοειδής χαρακτήρας μιας διάστασης, αντίθετα με τον χωροειδή χαρακτήρα της, δεν έχει τη μορφή του «όλα ή τίποτα». Υπάρχουν και ενδιάμεσες αποχρώεις. Αυτός ο αόριστος ισχυρισμός μπορεί να διατυπωθεί με αρκετή σαφήνεια κατά μαθηματικό τρόπο.)

Η ουσία της ιδέας των Hartle και Hawking είναι ότι η Μεγάλη Έκρηξη δεν αποτέλεσε την αιφνίδια έναρξη του χρόνου σε κάποια μοναδική πρώτη στιγμή, αλλά την ταχύτατη πλην όμως συνεχή, ανάδυση του χρόνου από το χώρο.
Σε ανθρώπινη χρονική κλίμακα, η Μεγάλη Έκρηξη ήταν ουσιαστικά μια ξαφνική έναρξη του χώρου, του χρόνου και της ύλης. Αν όμως κοιτάξετε από πάρα πολύ κοντά εκείνο το ελάχιστο πρώτο κλάσμα του δευτερολέπτου, θα διαπιστώσετε ότι η έναρξη δεν ήταν καθόλου ακριβής ούτε ξαφνική.
Άρα, έχουμε μια θεωρία για την προέλευση του σύμπαντος η οποία φαίνεται να μας λέει δυο αντιφατικά πράγματα:
Πρώτον, ο χρόνος δεν υπήρχε πάντοτε, και, δεύτερον, δεν υπήρξε κάποια πρώτη στιγμή του χρόνου.
Τέτοιες είναι παραδοξότητες της κβαντικής φυσικής.
Ακόμη κι όταν αναφέρονται οι παραπάνω λεπτομέρειες, πολλοί αισθάνονται εξαπατημένοι. Θέλουν να ρωτήσουν γιατί συνέβησαν αυτά τα παράξενα πράγματα, γιατί υπάρχει ειδικά αυτό το σύμπαν.
Πιθανώς η επιστήμη αδυνατεί να απαντήσει σε τέτοια ερωτήματα.
Η επιστήμη είναι ικανή να απαντάει στο πως, αλλά δεν είναι και τόσο ικανή να απαντάει στο γιατί.
Μπορεί να μην υπάρχει γιατί.
Είναι πολύ ανθρώπινο το να αναρωτιέται κανείς γιατί, αλλά ίσως δεν υπάρχει απάντηση, με ανθρώπινους όρους, σε τόσο βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα. Ή ίσως υπάρχει, αλλά εξετάζουμε το πρόβλημα με εσφαλμένο τρόπο.
Λοιπόν, δεν υποσχέθηκα να παράσχω απαντήσεις για τη ζωή, το σύμπαν, και τα πάντα, αλλά τουλάχιστον έδωσα μια εύλογη απάντηση στο ερώτημα με το οποίο άρχισα;
Τι συνέβη πριν από τη Μεγάλη Έκρηξη;
Η απάντηση είναι: Τίποτε.

Paul Davies, περιοδικό QUANTUM, Αύγουστος 1996 

Paul Davies

Διαβάστε επίσης:
«Η δημιουργία του σύμπαντος από το απόλυτο τίποτα«



Κατηγορίες:ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Ετικέτες: , , ,

3 replies

  1. Παρμενίδης:
    …..Έλα λοιπόν, εγώ θα πω -κι εσύ φρόντισε το λόγο που θ’ ακούσεις-
    ποιές μόνες οδοί αναζήτησης πρέπει να νοηθούν:
    Η μία, πως είναι και πως αδύνατο να μην είναι,
    της πειθούς είναι ο δρόμος, γιατί ακολουθεί την αλήθεια.
    Η άλλη, πως δεν είναι και πως ανάγκη να μην είναι,
    αυτή σου λέω είναι μια στράτα δίχως καθόλου γνώση,
    γιατί ούτε να γνωρίσεις το Μη-Ον θα μπορούσες -πράγμα ανέφικτο-
    ούτε να το εκφράσεις.

    ΙΙΙ
    …γιατί Νοείν κι Είναι είναι το αυτό.

    IV
    Αλλά δες με το νου όμοια τα απόντα: βέβαια γι’ αυτόν παρόντα,
    γιατί (ο νούς ) δεν θ’ αποκόψει Εόν απ’ τη συνέχεια του με Εόν,
    ούτε καθώς αυτό με τάξη παντού με κάθε τρόπο διασκορπίζεται,
    ούτε καθώς συντίθεται.

    V
    Το ίδιο είναι για μένα,
    απ’ όπου κι αν αρχίσω: γιατί εκεί θα επιστρέψω και πάλι.

    VI
    Ανάγκη να λέγεται και να νοείται ότι το Εόν είναι. Γιατί το Είναι είναι,
    το Μηδέν όμως δεν είναι. Αυτά σε διατάζω να καταλάβεις.
    Και πρώτα θα σε οδηγήσω(;) από τούτην την οδό της αναζήτησης,
    μετά όμως από εκείνην που πάνω της άνθρωποι δίχως καθόλου γνώση
    πλανώνται, δικέφαλοι. Γιατί αμηχανία στα στήθη τους
    οδηγεί τον πλανημένο νου. Κι αυτοί περιφέρονται,
    κουφοί συνάμα και τυφλοί, σαστισμένοι, άκριτα φύλα,
    για τους οποίους Είναι και Μη-Είναι το αυτό σημαίνουν
    κι όχι το αυτό και στα πάντα αντίστροφος υπάρχει δρόμος.

    VII, VIII
    Γιατί ποτέ δεν θα επιβληθεί τούτο: Μη-Όντα να είναι.
    Συ όμως κράτα το νού σου μακριά από τούτην την οδό της αναζήτησης,
    κι ούτε η πολύπειρη συνήθεια να σε σπρώξει στην (άλλη) οδό,
    να περιφέρεις το άσκοπο μάτι και την πολύβουη ακοή
    και την γλώσσα, αλλά κρίνε με το λόγο τον πολύμαχο έλεγχο
    που εγώ σου εξέθεσα.
    Μόνος λοιπόν ο λόγος για την οδό
    απομένει: πως είναι. Και πάνω της υπάρχουν σήματα
    πάμπολλα: πως το Εόν αγέννητο είναι και ανώλεθρο,
    ολόκληρο και μονογενές κι ατρεμές και τέλειο.

    Ούτε ήταν κάποτε ούτε θα είναι, γιατί τώρα είναι όλο μαζί,
    ένα, συνεχές. Γιατί ποια γέννα θ’ αναζητούσες γι’ αυτό;
    Προς τα πού κι απο πού ν’ αυξήθηκε; Ούτε από το Μη-Ον θα σ’ αφήσω
    να πείς ή να νοήσεις, γιατί άφατο είναι κι αδιανόητο
    το ότι δεν είναι. Και ποιά ανάγκη θα το ‘σπρωχνε
    αργότερα ή νωρίτερα να γεννηθεί, απ’ το Μηδέν προερχόμενο;
    Ανάγκη λοιπόν ή εντελώς να είναι, ή να μην είναι (διόλου).
    Ούτε από το Μη-Ον θ’ αφήσει ποτέ της πίστεως η ισχύς
    να προστεθεί κάτι στο Εόν. Κι έτσι ούτε να γίνει
    ούτε να χαθεί το άφησε η Δίκη, τα δεσμά χαλαρώνοντας,
    αλλά το συγκρατεί. Κι η κρίση γι’ αυτά συνίσταται σε τούτο:
    είναι ή δεν είναι. Έχει λοιπόν κριθεί, καθώς είναι ανάγκη,
    αδιανόητη κι ανώνυμη τη μια ν’ αφήνουμε, γιατί δεν είναι
    οδός αληθής. Η άλλη όμως -ότι είναι- να είναι αληθινή.
    Πως ως Εόν θα ήταν (μόνο) αργότερα; Και πώς γεννιόταν;
    Γιατί αν γεννήθηκε, δεν είναι, ούτε κι αν μέλλει κάποτε να είναι.
    Έτσι έσβησε η γένεση κι ο όλεθρος ανήκουστος.
    Ούτε διαιρετό είναι (το Εόν), γιατί ολόκληρο είναι όμοιο.
    ούτε κάπου κάπως περισσότερο, που θα το εμπόδιζε να συνέχει,
    ούτε κάπως λιγότερο, αλλά το παν είναι γεμάτο από Εόν.
    Γι αυτό και το παν είναι συνεχές . Γιατί Εόν πρόσκειται σε Εόν.

    Κι ακίνητο στα όρια δεσμών μεγάλων,
    άναρχο είναι κι άπαυστο, αφού γένεση κι όλεθρος
    μακριά πολύ εκδιώχθηκαν: τα απόδιωξε η πίστη η αληθινή.
    Ίδιο και μένοντας στον ίδιο τόπο, κείται καθ’ αυτό
    κι έτσι εκεί θα παραμείνει στέρεο. Γιατί κραταιά ανάγκη
    στα δεσμά το κρατά του ορίου που το περικλείει.

    Γι’ αυτό δεν επιτρέπεται ατελές να είναι το Εόν:
    δεν είναι ελλιπές, ενώ αν ήταν, όλα θα του έλειπαν.
    Αφού όμως έσχατο υπάρχει όριο, ολοκληρωμένο είναι
    από παντού, όμοιο με σχήμα σφαίρας ολοστρόγγυλης,
    από τη μέση παντού ισοδύναμο: εδώ κάπως περισσότερο
    κι εκεί κάπως λιγότερο δεν μπορεί να είναι.
    Γιατί ούτε το Μη-Ον -που θα το εμπόδιζε να φτάσει
    στο όμοιο του- είναι, ούτε Εόν θα μπορούσε να είναι
    εδώ περισσότερο, εκεί λιγότερο από Εόν, αφού ολόκληρο είναι απρόσβλητο.
    Από παντού λοιπόν ίσο προς εαυτό, όμοια κείται στα όριά του.

    Νοείν κι (Είναι ως) εκείνο, χάριν/λόγω του οποίου είναι το νόημα, είναι το αυτό.
    Γιατί χωρίς το Εόν (όπως ειπώθηκε)
    δεν θα βρείς το Νοείν, ούτε αν οχρόνος είναι ή θα είναι
    κάτι άλλο απ’ το το Εόν, αφού η μοιρα το ‘δεσε,
    ολόκληρο κι ακίνητο να είναι. Σ’ αυτό αναφέρονται τα ονόματα όλων
    όσα οι άνθρωποι έθεσαν, πιστεύοντας ότι είναι αληθινά:
    γένεση κι όλεθρος, είναι κι όχι,
    κι αλλαγή τόπου και χρώματος φωτεινού μεταβολή.

    Εδώ σου σταματώ τον πιστό λόγο και τη σκέψη
    για την αλήθεια. Δόξες από εδώ και πέρα ανθρώπινες
    μάθαινε, των λόγων μου ακούγοντας τον κόσμο τον απατηλό:
    Γιατί έθεσαν με τις γνώμες τους μορφές δύο να ονομάζουν,
    που η μια τους (δήθεν) πρέπει να μην είναι εδώ είναι που έχουν πλανηθεί.
    Κι αντιθετικά χώρισαν ανάλογα με την όψη και σήματα έθεσαν
    χωριστά το έν΄από το άλλο: εδώ της φλόγας πυρ αιθέριο,
    ήπιο και πανάλαφρο, παντού το αυτό με τον εαυτό του,
    όχι όμως και με το άλλο. Κι εκείνο πάλι καθ’ εαυτό,
    την αντίθετη νύχτα την αδαή, πυκνή και βαριά μορφή.

    Όλον τούτο τον φανερό και ταιριαστό διάκοσμο εγώ σου εκθέτω,
    ώστε ποτέ ανθρώπου γνώμη να μη σε ξεπεράσει.

    IX
    Αφού λοιπόν τα πάντα φώς και νύχτα ονομάστηκαν,
    κι όσα αντιστοιχούν στις δυνάμεις τους στο κάθε τι αποδόθηκαν,
    όλα γεμάτα είναι από φως και νύχτα άφαντη συνάμα
    ίσα και τα δύο, γιατί το Μηδέν σε κανένα τους δεν ενυπάρχει.

    Χ
    Την αιθέρια φύση θα γνωρίσεις κι όλα στον αιθέρα
    τα σήματα, και της καθαρής λαμπρής του ήλιου
    λαμπάδα τ’ αόρατα έργα κι από πού προήλθαν.
    Και της στρογγυλομάτας σελήνης τα περιφερόμενα έργα θα μάθεις
    και τη φύση της και τον ουρανό θα γνωρίσεις τον περιβάλλοντα,
    από πού γεννήθηκε και πώς η ανάγκη τον οδήγησε και τον έδεσε
    Τα πέρατα των άστρων να κρατάει.

    ΧΙ
    Πώς γή κι ήλιος και σελήνη
    κι ο αιθέρας ο κοινός και ο ουράνιος γαλαξίας κι ο Όλυμπος
    ο έσχατος κι η θερμή δύναμη των άστρων ορμήθηκαν
    να γίνουν

    ΧΙΙ
    Για με νύχτα, αντί οι στενότερες (στεφάνες) με άκρατο πυρ γέμιζαν,
    κι οι επόμενες με νύχτα, ανάμεσά τους όμως κομμάτι φλόγας χύνεται.
    γιατί παντού άρχει γέννας στυγερής και μίξης,
    αρσενικό στο θηλυκό.

    ΧΙΙΙ
    πρώτιστο απ’ όλους τους θεούς (αυτή) τον Έρωτα επινόησε…

    ΧΙV
    νυχτόφωτο ξένο φώς πλανώμενο γύρω απ’ τη γη…

    XV
    Πάντα προσβλέποντας προς τις ακτίνες του ήλιου…

    XVI
    Όπως κάθε φορά έχει κανείς το μείγμα των πολυπλάνητων μελών του,
    έτσι παρίσταται κι ο νούς στους ανθρώπους. Γιατί (ο νούς) το αυτό
    είναι με ό,τι η φύση των ανθρώπινων μελών φρονεί,
    σε όλους και στον καθένα ξεχωριστά: το υπερέχον είναι το νόημα.

    ΧVII
    στα δεξιά τ’ αγόρια, στ’ αριστερά τα κορίτσια…

    ΧΙΧ
    Έτσι λοιπόν έγιναν τούτα κατά τη δόξα κι είναι τώρα,
    κι ύστερα θα τελειώσουν αφού τραφούν.
    Σε τούτα όνομα έθεσαν οι άνθρωποι σημαδιακό για το καθένα…

  2. Η επιστήμη είναι ικανή να απαντάει στο πως, αλλά δεν είναι και τόσο ικανή να απαντάει στο γιατί."ΑΥΤΟ ΓΙΑ ΝΑ ΤΑΠΕΙΝΩΝΟΝΤΑΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΝΟΗΤΟΙ ΠΟΥ ΘΕΟΠΟΙΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

  3. Η επιστήμη βρίσκεται ακόμα σε βρεφική ηλικία (500 χρόνια μπροστά στην ηλικία του σύμπαντος είναι ένα τίποτα). Όταν θα φτάσει σε ώριμη ηλικία θα απαντήσει εκτός από το «πως» και το «γιατί»

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.