Χάιντεγκερ και Φυσική

Ο Martin Heidegger είναι ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του 20ου αιώνα και θεωρείται εκπρόσωπος του φιλοσοφικού κινήματος που ονομάζεται υπαρξισμός. Ο υπαρξισμός που ξεκίνησε από τον Kierkegaard, εκφράστηκε από τους Karl Jaspers, Gabriel Marcel, τον Sartr και τον ίδιο τον Heidegger.

Ο Heidegger γεννήθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1889 στο Meßkirch, ένα χωριό στη Βάδη (Baden) της Γερμανίας. Σπούδασε επί 4 εξάμηνα Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Freiburg και εγκατέλειψε τη Θεολογία το 1911, για να σπουδάσει Φιλοσοφία. Ανακηρύχτηκε διδάκτορας της Φιλοσοφίας το 1914 χάρη στη διατριβή «Η θεωρία περί της κρίσης στον Ψυχολογισμό». Τον αμέσως επόμενο χρόνο εγκρίθηκε η επί υφηγεσία διατριβή του «Η θεωρία του Duns Scotus περί κατηγοριών και σημασίας». Διετέλεσε καθηγητής της Φιλοσοφίας από το 1923 ως το 1928 στο Πανεπιστήμιο του Marburg και το 1928 ανακηρύχθηκε καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Freiburg, απ’ όπου πήρε σύνταξη το 1952. Πέθανε στις 26 Μαίου του 1976.
Το βασικό του έργο «Είναι και Χρόνος», ήταν καρπός πολύχρονης ερευνητικής και διδακτικής δουλειάς, πρωτοδημοσιεύθηκε το 1927. Όπως αναγράφεται στο εξώφυλλο, το βιβλίο αυτό αποτελεί τον πρώτο τόμο έργου, του οποίου ο δεύτερος τόμος δεν εξεδόθη ποτέ.

Η φήμη του Ηeidegger αμαυρώθηκε από την στράτευσή του στο εθνικοσοσιαλιστικό «κίνημα». Εξελέγη πρύτανης του πανεπιστημίου Freiburg στις 21 Απριλίου 1933 και εντάχθηκε στο Ναζιστικό κόμμα την 1η Μαΐου, μόλις τρεις μήνες αφότου ο Αδόλφος Χίτλερ διορίστηκε καγκελάριος. Στην 5η έκδοση του «Είναι και Χρόνος», το 1941 απάλειψε την αφιέρωσή του στον εβραϊκής καταγωγής δάσκαλό του Edmund Husserl, ενώ σιώπησε στις διώξεις Εβραίων πνευματικών ανθρώπων (ακόμη και πρώην φίλων του). Ακόμη και στο φιλοσοφικό του έργο της περιόδου 1933-1945 δεν είναι λίγα τα χωρία που μπορούν να ερμηνευθούν ως έμμεση στήριξη του ναζιστικού καθεστώτος – παρ’ όλο που τέτοιου είδους αναφορές ήταν συνήθως αμφίσημες, ώστε να μπορούν να εκληφθούν και ως απόπειρες αποστασιοποίησης από τη βαρβαρότητα της πολιτικής καθημερινότητας.

Σύμφωνα με τον καθηγητή φιλοσοφίας Παναγιώτη Θανασά: «Ακόμη και όταν δεν ενεργούσε ως υποστηρικτής του ναζιστικού καθεστώτος, ο Heidegger υπήρξε ένας άνθρωπος δειλός, στερούμενος αρχών και ηθικού αναστήματος, με παθολογική εμμονή στην ικανοποίηση των στενά ατομικών του συμφερόντων και της ματαιοδοξίας του. Τέτοιου είδους χαρακτηριστικά όμως δεν είναι σπάνια μεταξύ των λεγόμενων «πνευματικών ανθρώπων» – και προ πάντων, δεν είναι αυτά που καθορίζουν την αξία του φιλοσοφικού του έργου. Ο πυρήνας του φιλοσοφικού του έργου ίσως εμπεριείχε την δυνατότητα, όχι όμως την αναγκαιότητα της εθνικοσοσιαλιστικής παρέκκλισης. Μπορούσε, αλλά δεν έπρεπε κατ’ ανάγκη να οδηγήσει σε αυτή. Η προσέγγιση του έργου του Heidegger ως δείγματος ‘φασιστικής φιλοσοφίας’ αποτελεί μια ανεπίτρεπτα συντετμημένη θεώρηση.
Μάλιστα, η φιλοσοφικώς σημαντική διάσταση της πολιτικής ανάμιξης του Heidegger εντοπίζεται πιθανότατα σε ένα σημείο που οι περισσότεροι μελετητές – πολέμιοι αλλά και συνήγοροι – παρουσιάζονται απρόθυμοι να θίξουν και που αφορά στην αναγνώριση της ιδιαιτερότητας και αυτονομίας του πεδίου της πράξεως και συνακόλουθα της πρακτικής (και πολιτικής) φιλοσοφίας. Η έντονη πολιτική του δράση στην περίοδο 1933-34 δείχνει έναν άνθρωπο κυριευμένο από την αφελή πεποίθηση ότι μπορεί να αναλάβει την πνευματική καθοδήγηση του εθνικοσοσιαλιστικού ‘κινήματος’ και να το στρέψει προς την κατεύθυνση που ο ίδιος θεωρούσε αναγκαία και ορθή. Αν προσπαθήσουμε για μια στιγμή να παραβλέψουμε την ιδιαιτερότητα και μοναδικότητα της ναζιστικής φρίκης, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε ότι ο Heidegger υπήρξε απλώς ο τελευταίος μιας σειράς μεγάλων φιλοσόφων που υπέστησαν ταυτόχρονα σε δυο βαρύτατες πλάνες. Πίστεψαν, πρώτον, ότι η φιλοσοφία μπορεί να αποτελέσει μια δεξαμενή άντλησης αρχών και νόμων διαμόρφωσης της κοινωνικής πραγματικότητας. Θεώρησαν, δεύτερον, ότι ως φιλόσοφοι μπορούν και πρέπει να αναλάβουν οι ίδιοι ρόλο πνευματικού αρχιτέκτονα της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας.
Αυτήν τη μακρά ακολουθία των φιλοσόφων εγκαινίασε ως γνωστόν ο Πλάτων, ενώ ο Μarx με την 11η θέση για τον Feuerbach της προσέφερε την πιο διάσημη έκφραση: ‘Οι φιλόσοφοι μονάχα εξηγούσαν με διάφορους τρόπους τον κόσμο, το ζήτημα, όμως, είναι να τον αλλάξουμε‘. Στην αφελή προσπάθειά του να ‘οδηγήσει τον Οδηγό-Φύρερ’, ο Heidegger αποτέλεσε το τελευταίο, προς το παρόν, θύμα αυτής της πλάνης και αυταπάτης – χωρίς κανείς να μπορεί να αποκλείσει ότι θα ακολουθήσουν κι άλλα στο μέλλον. Επιβεβαίωσε πάντως έμμεσα για μια ακόμα φορά τα λόγια του Hegel:
Όσον αφορά στις νουθεσίες περί του πως πρέπει να είναι ο κόσμος, ας σημειώσουμε ότι η φιλοσοφία ούτως ή άλλως φτάνει πάντοτε πολύ αργά για κάτι τέτοιο. Ως στοχασμός του κόσμου, εμφανίζεται μόνο αφού η πραγματικότητα έχει ήδη ολοκληρώσει τη διαδικασία της διαμόρφωσής της και έχει συντελεστεί […]. Όταν η φιλοσοφία ζωγραφίζει, γκρίζα σε γκρίζο φόντο, τότε μια μορφή ζωής έχει κιόλας γεράσει και το γκρίζο δεν την ξανανιώνει, αλλά την κάνει απλώς γνωστή και κατανοητή. Η γλαύκα της Αθηνάς αρχίζει το πέταγμά της μόνο με το σουρούπωμα.
Η πολιτική στάση του Heidegger θα σκιάζει το πρόσωπό του με μια ανεξίτηλη κηλίδα, την οποία κανένα από τα ψιμύθια που κατά καιρούς προσπαθούν να επιθέσουν οι άσπονδοι οπαδοί του δεν θα μπορέσει να επικαλύψει. Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, η κηλίδα αυτή δεν επιτρέπεται να καταστεί το επίκεντρο της ενασχόλησης με τον φιλόσοφο. Η ιστορία της φιλοσοφίας δεν απαρτίζεται από βιογραφίες, αλλά από φιλοσοφικά κείμενα. Πέρα λοιπόν από τη ναζιστική στράτευση του Heidegger υπάρχει και η σημασία του φιλοσοφικού του έργου.»

Τι σχέση έχει ο Heidegger με τη Φυσική; Εκ πρώτης όψεως καμία! Όμως αν ο σκοπός της Φυσικής είναι περιγράψει και να εξηγήσει τον κόσμο, ή τουλάχιστον όπως έλεγε ο Νίτσε στη Γενεαλογία της Ηθικής, «να προετοιμάζει το δρόμο για το μελλοντικό έργο των φιλοσόφων» ώστε εκείνοι να εξηγήσουν τον κόσμο, τότε συνδέεται άρρηκτα με τη Φιλοσοφία, επομένως και με το φιλοσοφικό έργο του του Heidegger. Και μόνον ο τίτλος «Είναι και Χρόνος», του σημαντικότερου βιβλίου του, αρκεί για να προσελκύσει κάποιον που σπούδασε ή σπουδάζει Φυσική. Το εν λόγω βιβλίο ξεκινά με ένα απόσπασμα από τον Σοφιστή του Πλάτωνα:
«Γιατί ολοφάνερα από παλιά εσείς είστε εξοικειωμένοι με το τι πράγματι εννοείτε όταν χρησιμοποιείτε την έκφραση ‘όντας’. εμείς όμως, ενώ παλιότερα νομίζαμε πως καταλαβαίνουμε, τώρα βρεθήκαμε σε αμηχανία».
Και συνεχίζει χαρακτηρίζοντας τον χρόνο ως τον ορίζοντα οποιασδήποτε κατανόησης του Είναι: «Έχουμε σήμερα μία απάντηση στο ερώτημα, τί πράγματι εννοούμε με τη λέξη ‘όντας΄’; Κατά κανένα τρόπο. Επιβάλλεται λοιπόν να τεθεί ξανά το ερώτημα για το νόημα, του Είναι. Μα τουλάχιστον βρισκόμαστε σήμερα σε αμηχανία, που δεν καταλαβαίνουμε την έκφραση ‘Είναι’; Κατά κανένα τρόπο. Πριν απ’ όλα επιβάλλεται λοιπόν να αφυπνίσουμε ξανά μία κατανόηση για το νόημα αυτού του ερωτήματος. Ο σκοπός της διατριβής που ακολουθεί, είναι η συγκεκριμένη επεξεργασία του ερωτήματος για το νόημα του ‘Είναι’. Προσωρινός της σκοπός είναι να ερμηνεύσει το χρόνο ως το μπορετό ορίζοντα οποιασδήποτε κατανόησης του Είναι.
Η ανάληψη ενός τέτοιου σκοπού, οι έρευνες που περικλείονται και απαιτούνται και η μέθοδος για την επίτευξή του χρειάζονται μια εισαγωγική διασάφηση.» (Μάρτιν Χάιντεγγερ, ‘Είναι και Χρόνος’, Μετάφραση: Γιάννης Τζαβάρας’)

Όμως, είτε διαβάζει κανείς το «Είναι και Χρόνος» στο πρωτότυπο γερμανικό κείμενο ή ακόμα χειρότερα, το διαβάζει μεταφρασμένο, είναι πολύ πιθανό να «χαθεί» και να το εγκαταλείψει. Μια εναλλακτική λύση με το ανάλογο ρίσκο, είναι να προσεγγίσει τον φιλόσοφο Heidegger διαμέσου της συνοπτικής παρουσίασης και ανάλυσης του έργου του από άλλους αξιόλογους ερευνητές.

Η φιλοσοφία του Martin Heidegger

Ακολουθώντας την δεύτερη λύση, ας δούμε πρώτα πώς παρουσίαζε το έργο του Heidegger στους φοιτητές της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ο καθηγητής και φιλοσόφος Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, μέσα από το βιβλίο του «Τα σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα», Αθήναι 1972:

«(…) Με το έργο του ‘Είναι και Χρόνος’, ο Heidegger εισέρχεται στον υπαρξισμό. Γενικά ο Heidegger έχει γράψει πολλά. Αλλά τα επόμενα έργα του Heidegger είναι ήσσονα, ερμηνεύουν και συμπληρώνουν απλώς το πρώτο. Μερικά δε από τα έργα αυτά είναι τα ακόλουθα: 1) ‘Ο Κάντ και το πρόβλημα της Μεταφυσικής’. Στο έργο αυτό δίδει ερμηνεία της όλης φιλοσοφίας του του Καντ, από την άποψη της μεταφυσικής, όπως την εννοεί ο ίδιος. Πρόκειται για προσωπική δηλαδή ερμηνεία. 2) ‘Περί της ουσίας της Αιτίας, περί της ουσίας της Αλήθειας’. 3) ‘Τι είναι Μεταφυσική;’ 4) ‘Τι είναι σκέπτεσθαι’. Ως προς το έργο αυτό δεν διστάζω να σας ανακοινώσω το πόρισμα, το οποίο είναι και απροσδόκητο και απαράδεκτο. Λέει δηλαδή ο Heidegger ότι όλη η πορεία της φιλοσοφίας δεν εγνώρισε τι σημαίνει σκέψη και ότι κατά βάθος αυτός είναι ο πρώτος που ορίζει τι είναι σκέψη.

Τα έργα αυτά φανερώνουν τα μεταβατικά στάδια του συγγραφέα, το πέρασμά του από την φαινομενολογία και την φιλοσοφία της ζωής, καθώς και την επίδραση όλων των σύγχρονων ρευμάτων, και διαφωτίζουν την θέση του φιλοσόφου αυτού, ο οποίος παρουσιάζει τόση ιδιοτροπία και ιδιοτυπία. Μέσα σ’ αυτά τα έργα βρίσκει κανείς βαθυστόχαστες προτάσεις και λεπτότατες αναλύσεις, συγχρόνων όμως κια δυσνόητες ή και ακατανόητες προτάσεις, οι οποίες παρουσιάζουν τον συγγραφέα ως γλωσσικό ακροβάτη. Ο Heidegger, ο οποίος χτυπάει τα γλωσσικά είδωλα των άλλων, δεν είναι καθόλου απαλλαγμένος από γλωσσικά είδωλα. Εισάγει, τολμώ να πω, μια γλωσσική ειδωλολατρία στην Γερμανία. Οι ακροβατισμοί του φθάνουν πολλές φορές σε σημείο αφόρητο, ακόμη και για την γερμανική γλώσσα, που αντέχει ακροβατισμούς. Πρέπει να πω όμως παράλληλα ότι η γλώσσα του έχει συχνά μια ιδιότυπη μαγεία. Ούτε οι γλωσσικοί ακροβατισμοί ούτε η μαγεία της γλώσσας του μεταφράζεται σε ξένες γλώσσες. Το περίεργο όμως είναι ότι η γλώσσα του Heidegger δεν μετφράζεται ούτε στα γερμανικά. Οι όροι του π.χ. κι’ όταν μεταφράζονται, δεν γίνονται πιο κατανοητοί. Αν όμως αυτός είναι ο σκοπός του φιλοσοφικού λόγου, τότε η φιλοσοφία γίνεται μιά απόκρυφη επιστήμη.

Όταν εξεδόθη το έργο του Heidegger στα 1927, είχε πέσει σαν βόμβα. Ήμουνα από τους πολύ λίγους ανθρώπους που το εμελέτησαν – και είναι από τότε τόσα χρόνια – κι όμως δεν επροχώρησα ως τώρα (αρχές του 1970;) να μεταφράσω στα ελληνικά τους όρους, που κατασκευάζει ο Heidegger, πρώτα από συναίσθηση ευθύνης και προς τον Heidegger αλλά και προς τους νέους και προς τη γλώσσα του τόπου μου. Άλλωστε μια τέτοια προσπάθεια θα έμενε μακριά από την ελληνική γλώσσα, γιατί η ελληνική γλώσσα με την λιτή της κομψότητα δεν ανέχεται αυτού του είδους τις κατασκευές. Συνάμα δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η γλώσσα αυτή εξέφρασε τα βαθύτερα φιλοσοφικά νοήματα, χωρίς ποτέ να αφήσει την λιτή της κομψότητα και να καταλήξει σε ακροβατισμούς. Ούτε στον Αριστοτέλη, που θεωρείται δύσκολος, δεν χάνει η ελληνική γλώσσα την λιτότητα και την κομψότητά της.

Ο Heidegger χαρακτηρίζει την φιλοσοφία του ως αναλυτική της ζωής και ως ως οντολογία. Θέτει και αυτός, όπως και η παλιά μεταφυσική, το ερώτημα: τι σημαίνει το Είναι. Όμως δεν είναι δυνατόν να πούμε ότι αναγεννάει ή ανανεώνει ο Heidegger την παλιά μεταφυσική, το ερώτημα: τι σημαίνει το Είναι. Όμως δεν είναι δυνατόν να πούμε ότι αναγεννάει ή ανανεώνει ο Heidegger την παλιά μεταφυσική.

Είναι βεβαίως και γι’ αυτόν το βασικό ερώτημα: Τι σημαίνει το Είναι, ποιό είναι το νόημα του είναι, αλλά δεν τον ενδιαφέρει το είναι των φυσικών όντων. Ο Heidegger αποκρούει την έννοια της οντολογίας, όπως την έθεσαν οι Έλληνες και όπως την εκαλλιέργησε ο Μεσαίων, δηλαδή αποκρούει την έννοια του Είναι, όπως την είχε θέσει η παλαιά οντολογία. Ακόμα και τον Descartes, ο οποίος πράγματι αποτελεί την αφετηρία της νεώτερης φιλοσοφίας και του κριτικού πνεύματος που την χαρακτηρίζει και ο οποίος έχει ως αφετηρία της κριτικής του το Συνειδέναι, τον παραμερίζει ο Heidegger, διότι, λέγει, είναι εξαρτημένος από τη σχολαστική οντολογία και δεν ορίζει το Είναι του res cogitans. O Descartes έκανε τον χωρισμό μεταξύ των δυο ειδών του Είναι, δηλαδή διακρίνει δυο είδη: το Είναι του κόσμου, που δεν έχει αυτογνωσία, και το Είναι του πνεύματος, το cogito, από το οποίο συνάγει την βεβαιότητα για το Είναι. Το cogito είναι η πρώτη του αυτοβεβαίωση, από την οποία συνάγει το sum. Cogito, ergo sum. Η μόνη αυτοβεβαίωση του ότι υπάρχω, λέγει, είναι το γεγονός ότι σκέπτομαι. Ο Heidegger δεν ορίζει το Είναι – το είδος του Είναι – που εκφράζει το sum του Καρτεσίου, ο οποίος είπε cogito, ergo sum.

Αντίθετα, ο Heidegger, προκειμένου να ορίσει το Είναι, παραμερίζει όλη αυτή την καταπληκτική εργασία και ακολουθεί την γραμμή, η οποία αρχίζει με τον Καντ και φθάνει ως τον δάσκαλό του τον Husserl. Δεν είναι όμως πιστός στην ερμηνεία του Καντ. Το Είναι δεν σημαίνει εδώ κάτι που ίσταται απέναντι της γνώσεως ως κάτι αντικειμενικό. Οντολογία επίσης ως επιστήμη του όντος, του Είναι, δεν σημαίνει γνωσιολογικό ρεαλισμό. Η οντολογική προβληματική, δηλαδή τα προβλήματα της οντολογίας, δεν έχουν καμμιά σχέση με τον ρεαλισμό. Ο Heidegger μάλιστα θεωρεί τον Καντ ως τον μόνον, ο οποίος με την υπερβατική του μέθοδο, έπειτα από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, έδωσε μιά θεμελίωση της οντολογίας.

Το κύριο ερώτημα για τον Heidegger είναι: Τι σημαίνει το Είναι;. Ο ίδιος λέγει: Εκείνο που ζητείται κατά την ερώτηση περί του Είναι, είναι το ίδιο το ον. Το όν αυτό είμαστε εμείς οι ίδιοι, ως ερωτώντες και ερωτώμενοι. Αυτό το ον, το οποίον είμαστε εμείς οι ίδιοι, και το οποίο έχει την δυνατότητα να ερωτήσει για το Είναι, το χαρακτηρίζει ο Heidegger ως υπάρχειν. Το υπάρχειν λοιπόν αυτό, το οποίον είναι ο άνθρωπος, πρέπει να ερωτηθεί περί του Είναι του.

Ο άνθρωπος με άλλα λόγια πρέπει να κατανοηθεί αφ’ εαυτού, από την δική του σκοπιά. Ούτε από την σκοπιά του κόσμου, ούτε από την σκοπιά του Θεού. Ο δρόμος προς το Είναι, προς την οντολογία της ανθρώπινης ζωής, περνά μέσα από το συνειδέναι. Όχι μόνο το ερώτημα περιορίζεται εδώ στην σφαίρα την καθαρώς ανθρώπινη, αλλά παραμερίζεται όλη η προηγούμενη οντολογία, όλη η εργασία του ανθρώπινου πνεύματος.

 Η μέχρι τούδε οντολογία ήταν προσανατολισμένη προς το αδιάφορο Είναι, το απρόσωπο Είναι. Όμως το μόνο Είναι που είχε σημασία, δηλαδή το Είναι του ανθρώπου, έτσι τονίζει τώρα ο Heidegger, η παλιά μεταφυσική και οντολογία το έβλεπε απλώς ως μια περίπτωση του όλου Είναι.

 Βέβαια το Είναι το ανθρώπου έχει πρωταρχική σημασία. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι ξεκρέμαστος. Το Είναι του έχει σχέση με το Είναι του κόσμου. Κατηγορεί ο Heidegger όλη την προηγούμενη οντολογία ότι παραγνώρισε τα κύρια γνωρίσματα και χαρακτηριστικά του υπάρχειν, την κατανόηση του Είναι, του υπάρχειν, την αυτο-αναφορά του, την χρονικότητά του, επειδή ακριβώς τα χαρακτηριστικά αυτά δεν υπάρχουν στα άλλα είδη του Είναι, δηλαδή τα είδη του Είναι έξω του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δηλαδή κατανοεί το Είναι του κι έχει συνείδηση της χρονικότητάς του. Αυτό άλλωστε σημαίνει και ο τίτλος του έργου του «Είναι και Χρόνος». Οντολογία λοιπόν τώρα εδώ στον Heidegger είναι η θεωρία του Συνειδέναι του ανθρώπου, ανάλυση της διαρθρώσεως της πνευματικής υπάρξεως που είμαι εγώ ο ίδιος. Το «υπερβατικό συνειδέναι» του Κάντ και το «γενικό συνειδέναι» του Hursell είναι ακριβώς εκείνα τα οποία μεταμορφώνονται τώρα σε συγκεκριμένο συνειδέναι. Με την μετάβαση από το γενικό στο συγκεκριμένο συνειδέναι γίνεται μια μετακίνηση από την θεωρία της γνώσεως στην φιλοσοφική ανθρωπολογία. Η φιλοσοφία στην αρχαιότητα έπειτα από την πάλη με τον συγκεκριμένο άνθρωπο – έτσι όπως τον είχε θέσει η σοφιστική – τον είχε παραμερίσει, γιατί δεν ήταν δυνατόν αυτός ο συγκεκριμένος άνθρωπος να γίνει μέτρο ούτε καν και γι αυτό που ο Heidegger ονομάζει ύπαρξη, γιατί δεν έχουμε καμμιά απόδειξη ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος, ο κάθε τυχαίος άνθρωπος έχει την συνείδηση και τις προϋποθέσεις να κατανοήσει το Είναι του.

 Αν πάρουμε για κριτήριο τον συγκεκριμένο άνθρωπο, τότε ούτε τα μαθηματικά ούτε καμμιά άλλη επιστήμη μπορεί να υπάρξει. Έτσι ερμηνεύεται η αντίδραση που εξεδηλώθη και από τα μαθηματικά και από την φυσική και τις άλλες επιστήμες, καθώς και από την φιλοσοφία εναντίον της φιλοσοφίας του Heidegger.

 Το ερώτημα είναι τώρα εδώ: τι είναι εκείνο που κάνει τον άνθρωπο άνθρωπο, και ποιό είναι το νόημα της υπάρξεώς του. Ο Heidegger πιστεύει ότι αυτός πρώτος θέτει το ερώτημα. Όμως είναι αναμφισβήτητο ότι η φιλοσοφία ενδιαφερόταν πάντοτε για τον άνθρωπο. Το ίδιο ερώτημα θέτει ο Σωκράτης όταν λέγει: «Πώς βιωτέον;» και ότι δεν αξίζει να ζει ο άνθρωπος ένα βίο ανεξέταστο. Αλλά η παλιά φιλοσοφία ενδιαφερόταν για την ουσία του ανθρώπου, την ουσία, την essentia, και όχι για την συγκεκριμένη ύπαρξή του, την existensia.

 O Heidegger ενδιαφέρεται για τον συγκεκριμένο άνθρωπο, γι αυτόν που ζεί τώρα και εδώ, όπως πράγματι αυτός είναι. Επίσης δεν ερωτά για το πλούσιο περιεχόμενο των προσδιορισμών της ζωής, αλλά για το καθαρό και γυμνό «ότι» του Αριστοτέλους. Αυτό το «ότι» αποτελεί το έσχατο στοιχείο του ανθρώπου. Το έσχατο είναι ακριβώς το ότι υπάρχει ο άνθρωπος και αυτό είναι το πρώτο. Ο άνθρωπος ο συγκεκριμένος εκφράζεται και φανερώνεται μέσα από τα βιώματά του. Ο άνθρωπος ως συγκεκριμένη ύπαρξη και ζωή ερευνά τώρα αυτό το γεγονός, το γεγονός ότι υπάρχει. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος θέτει το ερώτημα στον εαυτό του, αναρωτιέται ο ίδιος για το Είναι του και προσπαθεί να απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα με την ανάλυση του αυτοσυνειδότος – της αυτοσυνειδησίας του. Κατά την ανάλυση αυτή ο Heidegger ακολουθεί την μέθοδο του Dilthey, τη μέθοδο της κατανοήσεως ή, όπως ο Simmel λέγει, της συγκεκριμένης βιώσεως της ζωής του.

 Το Είναι του ανθρώπου δεν το χαρακτηρίζει μόνον το γεγονός ότι ο άνθρωπος ερωτά γι αυτό και συνεπώς με το ερώτημά του σχετίζεται αυτός με το Είναι του. Η κατανόηση του Είναι είναι η ίδια ένας οντολογικός προσδιορισμός της ζωής του ανθρώπου.

 Αυτό το Είναι, αυτό το υπάρχειν του ανθρώπου, πρέπει να ερωτηθεί πριν απ’ όλα τα άλλα είδη του Είναι. Η διατύπωση αυτή είναι κακή, διότι το Είναι δεν είναι δυνατόν να δεχθεί ερωτήματα και να απαντήσει. Θα έπρεπε καλύτερα να πούμε ότι, πριν ζητήσουμε το Είναι των άλλων όντων, πρέπει πρώτα να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Αυτό ακριβώς λέγει ο Σωκράτης στον «Φαίδρο»: «Πώς να κατανοήσω όλα τα άλλα, αφού δεν ξεύρω τον εαυτό μου;» Το Είναι του ανθρώπου δεν είναι όπως το Είναι των άλλων όντων. Εδώ ο άνθρωπος με την κατανόηση και το συναίσθημά του επιστρέφει, αναφέρει το νου του στον εαυτό του. Αυτή η αυτοαναφορά τον προσδιορίζει και αυτό το χαρακτηρίζουμε ως «συμπεριφορά του ανθρώπου προς τον εαυτό του».

 Το Είναι το ίδιο, προς το οποίο η ζωή του ανθρώπου, ο άνθρωπος, συμπεριφέρεται έτσι ή αλλιώς, αυτό το Είναι ονομάζεται ύπαρξη. Το πρόβλημα της υπάρξεως μεταβάλλεται τώρα εδώ σε πρόβλημα μεταφυσικό. Για να καταλάβει κανείς τον Heidegger, πρέπει να λησμονήσει τα γνωστά εννοιολογικά σχήματα, που έχει αντλήσει από την ιστορία της φιλοσοφίας, αν και κανείς δεν φιλοσοφεί χωρίς να έχει συνείδηση της πορείας της φιλοσοφίας.

O Heidegger αποφεύγει να χρησιμοποιήσει τους όρους υποκείμενο, ψυχή, συνειδέναι, πνεύμα, πρόσωπο ως χαρακτηρισμούς του όντος, δηλαδή του ανθρώπου – Γιατί; Διότι, λέγει, ως τώρα κανείς δεν έθεσε το ερώτημα για το Είναι αυτού του όντος. δηλαδή του ανθρώπου, που του προσδίδουμε αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Πιστεύει μάλιστα ο Heidegger, ότι ούτε ο δάσκαλός του ο Hursell ούτε ο Scheler ούτε ο Dilthey ερώτησαν τι ακριβώς είναι το πρόσωπο και τι είναι οι πνευματικές του ενέργειες. Με άλλα λόγια ούτε αυτοί έθεσαν το ερώτημα: τι είναι ο άνθρωπος.

 Όμως ο Heidegger καταλήγει ο ίδιος σε μια οντολογία του εγώ, του υποκειμένου. Ο ίδιος μάλιστα την χαρακτηρίζει έτσι. Η αναλυτική της ζωής, λέγει, είναι οντολογική ανάλυση της ζωής του ανθρώπου. Ξεχνά όμως κάποτε την απόφασή του και χρησιμοποιεί αυτούς τους όρους, που ο ίδιος έχι καταδικάσει. Η ανάλυση του ανθρώπου είναι το κύριο θέμα του Heidegger. Όπου ο Heidegger λέγει Dasein εγώ λέγω άνθρωπος ή παρουσία. Ο όρος Dasein είναι δυνατόν να αποδοθεί στη γλώσσα μας με τον όρο παρουσία. Είπαμε ήδη ότι η γλώσσα γενικώς του Heidegger κάνει πολύ δύσκολη την κατανόησή του. Η εικόνα που δίδω εδώ για τον Heidegger είναι πιστή στα νοήματά του, είναι όμως απαλλαγμένη από τον φόρτο των όρων, που μεταχειρίζεται. Η ανάλυση του ανθρώπου λοιπόν, του υπάρχειν, δηλαδή η υπαρξιακή ερμηνεία του ανθρώπου, προπορεύεται και της ψυχολογίας και της ανθρωπολογίας και της βιολογίας και οδηγεί στους ακόλουθους προσδιορισμούς ή αξιώματα κατά τον Heidegger: 1) Ο χαρακτήρ του Είναι του ανθρώπου, δηλαδή ο οντολογικός προσδιορισμός της ζωής του ανθρώπου, είναι η ύπαρξη, η οποία χαρακτηρίζεται με όσα ο Heidegger ονομάζει υπαρξιακά στοιχεία. 2) Οι προσδιορισμοί του Είναι των όντων εκτός του ανθρώπου είναι οι κατηγορίες.

 Την πρώτη φορά πρόκειται για το ποιός, δηλαδή για τον άνθρωπο. Την δεύτερη φορά πρόκειται για το τί, δηλαδή για το πράγμα. Η ουσία του ανθρώπου έγκειται στην ύπαρξή του και το Είναι αυτού του όντος, δηλαδή του ανθρώπου, είναι πάντοτε δικό μου. Το χαρακτηριστικό λοιπόν για τον άνθρωπο είναι ότι σ’ αυτόν προέχει η existentia από την essentia, δηλαδή προέχει ότι το Είναι εδώ είναι δικό μου. Από την εποχή του Heidegger η φιλοσοφία της υπάρξεως ενδιαφέρεται κυρίως για την αυτο-αναφορά του ανθρώπου προς τον εαυτό του, απλούστερα για τη σχέση και συμπεριφορά του ανθρώπου προς τον εαυτό του. Με άλλα λόγια η φιλοσοφία της υπάρξεως ενδιαφέρεται για τον υπάρχοντα, τον συγκεκριμένο άνθρωπο, ο οποίος ενδιαφέρεται για την ύπαρξή του. Θα ήτο δυνατόν συνεπώς να χαρακτηριστεί η όλη φιλοσοφία της υπάρξεως ως ένας «φιλοσοφικός εγωισμός». Διότι προέχει βέβαια να μάθουμε το τι είναι άνθρωπος, αλλά αυτός δεν νοείται δίχως τον κόσμο και τον συνάνθρωπό του.

 Το χαρακτηριστικό του ανθρώπου κατά τον υπαρξισμό είναι ότι το ον άνθρωπος αναφέρεται με την κατανόηση στο Είναι του, απλούστερα, ότι ο άνθρωπος ως ον κατανοεί το Είναι του. Η αναφορά αυτή του ανθρώπου με το νου του εις το Είναι του, δηλαδή η αυτοκατανόηση, είναι πάντοτε μία ένταση, intentio, όπως λέγουν οι Brentano και Husserl. Πρόκειται εδώ για μια προσήλωση του νου προς το Είναι. Η ένταση αυτή στηρίζεται, έχει ως βάση, το Επέκεινα. Πρέπει όμως να εξηγήσουμε περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Το Επέκεινα σημαίνει μια υπέρβαση. Χρησιμοποιούμε τον όρο Επέκεινα, που τον έχει ο Πλάτων, για να δηλώσουμε ό,τι οι Λατίνοι ονομάζουν transcendentia. Όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί παρέλαβαν τον όρο αυτόν στην γλώσσα τους και τον προφέρουν ανάλογα ο καθένας με την ηχητική της γλώσσας. Transcendendia παράγεται από το transcendo, που σημαίνει υπερβαίνω. Ο Πλάτων χρησιμοποιεί το Επέκεινα για να δηλώσει ό,τι είναι πέραν του Είναι και του Νου, δηλαδή την ιδέα του αγαθού ή του Θεού. Τον όρον αυτόν μεταχειρίσθηκε η μεσαιωνική φιλοσοφία κι’ απ’ αυτήν τον παρέλαβε η νεώτερη φιλοσοφία. Τον μεταχειρίζεται πολύ και ο Καντ και γενικώς όλη η νεώτερη φιλοσοφία. Τον μεταχειρίζεται πολύ και ο Jaspers. O Heidegger χαρακτηρίζει ως Επέκεινα την βασική σύνταξη, την θεμελιακή σύνθεση του Είναι.

 Αν τώρα ονομάσουμε το ον, που είμαστε εμείς οι ίδιοι, και που το κατανοούμε ως Είναι, αν, λέγω, το ονομάσουμε υποκείμενο, τότε το Επέκεινα σημαίνει την ουσία του υποκειμένου. Υποκείμενο είναι το να υπάρχει κανείς ως Επέκεινα.

 Αν λάβουμε υπ’ όψει μας την σχέση υποκειμένου και αντικειμένου, τότε το αντικείμενο είναι εκείνο το οποίον υπερβαίνουμε. Ο Heidegger όμως αποκρούει την ερμηνεία αυτήν. Το Επέκεινα σ’ αυτόν δεν σημαίνει ούτε την σχέση μας με τον Θεό, αλλά σημαίνει μόνον την σχέση μας προς τον ίδιο μας το Είναι και τις δυνατότητες που έχει τούτο. Ό,τι υπερβαίνουμε είναι το ίδιο το ον. Κατά την υπέρβαση αυτήν παρουσιάζεται ό,τι ονομάζουμε υπάρχειν. Με την υπέρβαση, με το Επέκεινα, αποφασίζουμε και χωρίζουμε εντός του όντος ποιός είναι και πώς είναι και συγχρόνως τι δεν είναι. Η υπέρβαση αυτή δεν είναι θεωρητική σύλληψη αντικειμένων αλλά είναι δεδομένη με το γεγονός του υπάρχειν. Το Επέκεινα συνιστά και χαρακτηρίζει το υποκείμενο, συγχρόνως όμως και το ον, που είναι έξω από τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος υπερβαίνει το Είναι του και απλώνεται στον κόσμο. Επέκεινα κατά τον Heidegger είναι το να είναι κανείς μέσα στον κόσμο. Εκτός από το υπάρχειν, την ύπαρξη δηλαδή του ανθρώπου ως ενεργό δύναμη, υπάρχει και ένα άλλο Είναι, που ευρίσκεται γύρω από από τον άνθρωπο, ο οποίος ερωτά, και το άλλο αυτό Είναι το αποτελούν τα πράγματα. Ύπαρξη και κόσμος νοούνται μαζί. Η ύπαρξη είναι πάντοτε με τον κόσμο. Η αναστροφή του ανθρώπου με τον κόσμο είναι αναστροφή και με τον εαυτό του. Το πνεύμα συνειδητοποιεί το Είναι του μόνον μέσα στον κόσμο. Η αυτογνωσία είναι κατορθωτή μόνον ως το αντίστοιχο της κοσμογνωσίας.

 Ο κόσμος συνεπώς είναι το a priori της ανθρώπινης ζωής. Αυτό αποτελεί μία αντίφαση, που πάει να την κολάσει ο Heidegger λέγοντας ότι ο κόσμος είναι ο δυϊσμός του Εγώ και του κόσμου. Στην συγκεκριμένη έννοια του Εγώ ανταποκρίνεται πάντοτε η συγκεκριμένη έννοια του κόσμου. Κόσμος κατά τον Heidegger δεν είναι το σύνολον των φυσικών όντων, τα οποία άλλωστε είναι κάτι το αφηρημένο και υπακούουν κατά τον Καντ σε νόμους, αλλά είναι το περιβάλλον, όπου μέσα ζει ο εν δράσει άνθρωπος, ο άνθρωπος της πρακτικής ζωής, και όπου τοποθετεί την δράση του. Κόσμος είναι εδώ μία ενότης σκοπών, μία τελεολογική ενότης σκοπών, η οποία είναι το βίωμα του εν δράσει ανθρώπου.

Ο Heidegger δεν έχει περί του κόσμου την έννοια της παλαιάς οντολογίας. Είδαμε άλλωστε ότι αποκρούει την οντολογία αυτήν στο πρόσωπο του Descartes. Ο κόσμος γι’ αυτόν δεν είναι ο αντικειμενικός, ο κόσμος, τον οποίον προσδιορίζει η αντικειμενική γνώση, αλλά ο κόσμος της καθημερινής ζωής.

Μόνον η σχέση με τον κόσμο και με το Είναι του μας δίδει την φαινομενολογική απόδειξη του κόσμου του Είναι του. Ό,τι ονόμασαν οι Dilthey και Scheler «ενεργό αντίσταση», τούτο ακριβώς χρησιμοποιεί ο Heidegger, για να σχηματίσει την εικόνα του περί του κόσμου. Ο κόσμος προσδιορίζεται οντολογικώς κατ’ ουσίαν από το βίωμα της ζωής που έχει ο άνθρωπος. Toύτο βέβαια έχει ως συνέπεια ότι ο κόσμος εδώ είναι τόσο δεμένος με τον άνθρωπο, ώστε η αυτοτέλειά του συγχωνεύεται απολύτως με τον άνθρωπο. Όλην αυτήν την επιχειρηματολογία την συνοψίζει ο Heidegger στην φράση του την πολύ απλή: Ο κόσμος είναι πάντοτε ο δικός μου κόσμος. Ο Πρωταγόρας βρίσκει στο πρόσωπο του Heidegger τον καλύτερο μαθητή του. Βέβαια έτσι καταλήγουμε στον μηδενισμό. Μέσα στον κόσμο δεν συναντούμε μόνο πράγματα αλλά και συνανθρώπους. Ο κόσμος των ανθρώπων είναι συνεπώς κοινός. Κοινός σημαίνει ότι μέσα του ζουν όλοι οι συνάνθρωποι. Από τον κοινό αυτόν κόσμο, από την κοινωνικότητα νοείται ο όρος του Heidegger «man», που σημαίνει κάποιος ή τις. Το αόριστο αυτό τις ή κάποιος συνδυάζεται πάντοτε με ένα ρήμα, π.χ. σκέπτεται τις, πράττει τις, λέγει τις, κλπ. και δηλώνει τον μέσο όρον, την κοινή γνώμη ή απλώς την καθημερινότητα της ζωής. Το κάποιος αυτό δεν είναι κανείς ορισμένος άνθρωπος, γιατί κανείς δεν μπορεί να ταυτίσει τον εαυτό του με αυτό και συγχρόνως είναι το πραγματικότερο υποκείμενο της καθημερινής ζωής. Μέσα σ’ αυτό το αόριστο «τις» υπάρχει η μάζα, η συλλογικότης της ζωής, υπό την επίδραση της οποίας σκέπτεται τις και πράττει τις. Το «τις» αυτό δηλαδή οντοποιείται και υπάρχει περισσότερο από όλα τα συγκεκριμένα άτομα ως μάζα, ως συλλογική μορφή της ζωής των ανθρώπων. Πολλοί επηρεάζονται, δηλαδή σκέπτονται, πράττουν κάτω από την πίεσή της. Το αόριστο αυτός «τις» αφαιρεί το βάρος της ζωής και την ευθύνη. Από αυτό το «τις’ αφαιρεί διακρίνεται σαφέστατα το Εγώ, ως ο πραγματικός εαυτός μας. Τον εαυτό μας τον ανακαλύπτουμε μόνον, όταν απομακρυνθούμε απ’ αυτό το «τις», όταν επιστρέψουμε στην εσωτερική μόνωση, γιατί μόνον εκέι υπάρχει ο εαυτός μας.

Από την εποχή του Kierkegaard τούτο είναι το κύριο αίτημα και ο κύριος σκοπός της φιλοσοφίας του υπαρξισμού. Ύπαρξη είναι το αντίθετο της μάζας. Η σχέση του Εγώ προς τον κόσμο είναι επουσιώδης και ουσιώδης. Κατά την επουσιώδη σχέση του το εγώ προς τον κόσμο χάνεται, χάνει την αυτοτέλειά του, κατά την ουσιώδη βρίσκει το πραγματικό του Είναι. Έχουμε εδώ μια απήχηση του χριστιανικού τρόπου του σκέπτεσθαι, γιατί και αυτός ομιλεί περί απώλειας της ψυχής και περί σωτηρίας της ψυχής του ανθρώπου. Ο Heidegger χαρακτηρίζει τον τρόπο υπάρξεως του αορίστου «τις ως φλυαρία και ως περιέργεια. Η φλυαρία είναι λόγος ανεύθυνος, προέρχεται από την μάζα, δεν ανήκει σε κανένα και ακολουθεί την αυθεντία. Αυθεντία δε εδώ είναι ο λόγος που λέγει ότι «το πράγμα είναι έτσι, επειδή έτσι λέγουν». Περιέργεια εξ’ άλλου είναι η ηδονή των ματιών, είναι σκόρπισμα και αστάθεια. Η φλυαρία και η περιέργεια δεν συλλαμβάνουν ποτέ το γνήσιο ούτε μπορούν να το εκφράσουν. Η ύπαρξη είναι πάντοτε δεμένη με τον κόσμο, ενώ μέσα στη δημοσιότητα του «τινός» χάνεται. Η απώλεια αυτή της υπάρξεως δεν νοείται από τον Heidegger ποτέ ηθικώς. Είναι μια πτώση του ανθρώπου από την ουσία του (και πάλι η φρασεολογία είναι χριστιανική). Στην φλυαρία, την περιέργεια και την συνακόλουθη αμφιβολία αποκαλύπτεται η πτω΄ση αυτή της υπάρξεως και η συγχώνευσή της με την δημοσιότητα.

 Αντίθετα προς τον Kierkegaard και τον Jaspers ο Heidegger δεν βλέπει την πτώση, την έκπτωση αυτήν κατά κάποιον τρόπο αξιολογικό, αλλά την θεωρεί ως γνήσιο υπαρξιακό παρακόλουθο, γιατί κατ΄αυτόν η ύπαρξη είναι πάντοτε σε πτώση.

 Οντολογικό γνώρισμα του ανθρώπου είναι η ικανότης του να αποσαφηνίζει και να ανοίγει τον χώρο του κόσμου. Η ικανότης αυτή αναλύεται από τον Heidegger στο συναίσθημα, την κατανόηση και την ομιλία. Στην οντολογική κατάσταση μέσα μας ανταποκρίνεται η διάθεση. Διάκειμαι σημαίνει ότι έχω ήδη μιά ορισμένη ψυχική κατάσταση, που αισθάνομαι και υποφέρω, είμαι φορέας της. Οι δυνατότητες που έχει η γνώση ν’ αποκαλύψει και ν’ ανοίξει τον κόσμο υποχωρούν απέναντι στο στο πρωταρχικό άνοιγμα του κόσμου από την διάθεση, όπου η ζωή παρουσιάζεται ως απλό «ότι», δηλαδή το γεγονός ότι απλώς υπάρχει. Το από πού προέρχεται η ίδια και προς τα πού βαδίζει, τούτο της είναι άγνωστο και σκοτεινό. Έτσι όμως είναι σαν να μην υπάρχει χρόνος πέραν του παρόντος. Όμως το παρόν δεν είναι ποτέ χωρισμένο από το παρελθόν. Μέσα σε κάθε άνθρωπο υπάρχει το παρελθόν ολόκληρων γενεών. Σκεπτόμαστε όλοι με τα μέσα, τους τρόπους, τα νοήματα που παραλάβαμε. Ο άνθρωπος ακόμη απονλέπει εισ το μέλλον. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να δεχθούμε, ότι ο άνθρωπος, πέρα από το παρόν, δεν γνωρίζει τίποτε. Η ζωή δεν μπορεί να πειοριστεί μόνο μέσα σ’ αυτό το τώρα. Όταν η πρωταρχική αυτή διάθεση φθαρεί, καταστραφεί, όταν δηλαδή το αυτοσυναίσθημα της ζωής μειωθεί, τότε η ζωή και το Είναι της γίνεται στον εαυτό της βάρος. Το γιατί όμως δεν τον γνωρίζει κανείς.

 Ο οντολογικός αυτός χαρακτήρας της ζωής, να γνωρίζει δηλαδή η ζωή μόνον ότι υπάρχει και να της είναι σκοτεινό και άγνωστο το από πού έρχεται και προς τα πού βαδίζει, ονομάζεται από τον Heidegger περιορισμός του όντος στο εδώ και τώρα. Έχει – λέγει ο Heidegger – το ον, δηλαδή ο άνθρωπος, ριχθεί μέσα στο τώρα και το εδώ. Εδώ μέσα γνωρίζει η ζωή μόνον ένα πράγμα, γνωρίζει δηλαδή ότι υπάρχει και ότι δεν μπορεί παρά να υπάρχει. Επειδή δε ο άνθρωπος είναι ριγμένος μέσα στο τώρα και το εδώ, γι’ αυτό δεν είναι ο ίδιος πρωταρχή και αιτία της υπάρξεώς του. Αυτό όμως αποτελεί αντίθεση με τα προηγούμενα. Hingeworfen-Sein είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο Heidegger, ο οποίος σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι ριγμένος στον χώρο και τον χρόνο. Αυτό στη δική μας γλώσσα ο λαός το λέει «βρεθήκαμε».

 Όπως όμως η συναισθηματική κατάσταση του ανθρώπου, έτσι και η κατανόηση είναι πρωταρχική. Με την κατανόηση εννοεί ο Heidegger ότι ο άνθρωπος δύναται να κατανοήσει ή, όπως ο ίδιος λέγει, δύναται να σταθεί με το νου του ενώπιον ενός πράγματος. Στην κατανόηση υπάρχει το είδος του Είναι της ζωής ως ΔΥΝΑΣΘΑΙ. Ύπαρξη άλλωστε δεν είναι κατά τον Heidegger κάτι δεδομένο, αλλά κυρίως μια δυνατότης, είναι η δυνατότης που είναι ριγμένη στο εδώ και στο τώρα. Η ύπαρξη είναι κατ΄ουσίαν κατανόηση, η οποία γνωρίζει την δύναμη του Είναι της.Η κατανόηση έχει πάντα χαρακτήρα σχεδίου, το δε σχέδιον είναι η υπαρξιακή σύνταξη του χώρου, όπου πράγματι δύναται η κατανόηση να δράσει. Έτσι η ζωή με την κατανόηση γνωρίζει την κατεύθυνση της πραγματοποιήσεώς της, γνωρίζει όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, πώς το δυνάμει θα γίνει ενεργεία Είναι, αποβλέπει εις εκείνο που δύναται και πρέπει να είναι. Έτσι η ζωή κατορθώνει με την ερμηνεία να διαμορφώσει το σχήμα, όπου μέσα θα δράσει η κατανόηση, το σχήμα των δυνατοτήτων της. Εδώ έχει την θέση του ό,τι ονομάζουμε νόημα. Το νόημα είναι ο σκοπός του σχεδίου. Με το σχέδιο γίνεται κάτι κατανοητό από κάτι άλλο. Το νόημα είναι υπαρξιακό γνώρισμα της ζωής. Μόνον η ζωή του ανθρώπου είναι δυνατόν να έχει ή να μην έχει νόημα. Όπως η συναισθηματική κατάσταση είναι η κατανόηση, έτσι και ο λόγος, η ομιλία είναι υπαρξιακώς πρωταρχική. Ο άνθρωπος είναι το ον το οποίο ομιλεί. Με αυτό όμως ο Heidegger δεν εννοεί την γλώσσα, αλλά εέινο που προπορεύεται από την γλώσσα, δηλαδή την διάνοια, η οποία συντάσσει σε έννοιες τα άλογα, τα εξωλογικά και προλογικά βιώματα της ζωής και τα εκφράζει με τις κρίσεις. Εδώ ο Heidegger είναι πλατωνικός. Ο Πλάτων λέγει στον «Φαίδρο» ότι ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, επειδή έχει την δύναμη να συντάσσει τα βιώματά του σε έννοιες, δηλαδή να δίδει την μορφή της εννοίας σε κάθε τι, που ζει μέσα του. Εδώ ακριβώς καταφαίνεται ότι ούτε η φιλοσοφία της υπάρξεως είναι νοητή δίχως τη διάνοια, η οποία συχνά έχει γίνει αντικείμενο επιθέσεων από πολλούς υπαρξιστές. Αυτό αποτελεί τραγική αντίφαση, διότι οι υπαρξιστές χρησιμοποιούν λογικά επιχειρήματα, για να πολεμήσουν την λογική. Κατά τον Έγελο όμως ο χειρότερος τρόπος να χτυπήσεις τη λογική είναι η λογική. Μοναδική εξαίρεση μέσα στους αιώνες αποτελεί αποτελεί ο Βούδας, που αρνείται την λογική με την σιωπή, χωρίς δηλαδή να χρησιμοποιεί λογικά μέσα. Και ο ίδιος ο Heidegger δε είναι ελεύθερος από την προκατάληψη κατά της διανοίας, στην οποία ψυχολογικώς δίδει δευτερεύουσα θέση και επίσης μειώνει τη γνωστική της σημασία. Ο Heidegger, αν και σε δευτερώτερα έργα του φαίνεται να φιλοσοφεί για τη γλώσσα , δεν δίδει όμως τελικώς μία υπαρξιακή θεμελίωση της γλώσσας. Η παρουσία του ανθρώπου μέσα στον κόσμο χαρακτηρίζεται και προσδιορίζεται από τον Heidegger κυρίως με το φαινόμενο της αγωνίας. Ως προς αυτό άλλωστε ο Heidegger ακολουθεί την παράδοση του υπαρξισμού από την εποχή του Kierkegaard. Ο υπαρξισμός γενικώς προσέχει και τονίζει περισσότερο τα απαισιόδοξα συναισθήματα της ζωής, την αγωνία, την βαρυθυμία και την απόγνωση. Όμως δεν υπάρχουν μόνον αυτά τα συναισθήματα στην ζωή του ανθρώπου.

Όπως στον Kierkegaard έτσι και στον Heidegger η αγωνία δεν σημαίνει φόβο για κάτι ορισμένο. Αγωνία και μηδέν είναι εδώ βαθύτατα συνδεδεμένα. Ο Heidegger λέγει ότι η αιτία της αγωνίας είναι μέσα στον κόσμο, δηλαδή αιτία της αγωνίας είναι ο κόσμος ως κόσμος. Το απειλητικόν, λέγει, δεν είναι πουθενά, δεν είναι κάτι συγκεκριμένο. Ό,τι κάνει τον άνθρωπο ν’ αγωνιά δεν είναι τούτο ή εκείνο το πράγμα, αυτή ή εκείνη η κατάσταση, αλλά ο κόσμος ως κόσμος. Μέσα σ’ αυτήν την αγωνία είναι σαν να βυθίζεται ο κόσμος, σαν να χάνεται όλωσδιόλου το Είναι το κόσμου. Ο κόσμος στην περίπτωση αυτή δεν προσφέρει τίποτε στον άνθρωπο, αλλά ούτε και οι συνάνθρωποι μπορούν να προσφέρουν τίποτε. Η αγωνία με άλλα λόγια απομονώνει τον άνθρωπο από τον κόσμο και τον κάνει να αισθάνεται ολομόναχος, solus ipse. Έτσι, ο άνθρωπος χάνει με την αγωνία το συναίσθημα της καθημερινής του ασφάλειας. Κατά τον Heidegger το φαινόμενο τούτο της ελλείψεως στέγης είναι πρωταρχικό φαινόμενο. Όπως ο Kierkegaard έτσι και ο Heidegger συσχετίζει την αγωνία με το μηδέν. Η αγωνία, λέγει, είναι το βασικό εκείνο συναίσθημα, που μας τοποθετεί ενώπιον του μηδενός. Το μηδέν δεν είναι ούτε αντικείμενο ούτε αυθύπαρκτο ον. Το μηδέν δεν υπάρχει καθ’ ευατό, ούτε είναι συναρτημένο με ένα άλλο ον. Το συμπέρασμα είναι ότι η αγωνία ανοίγει, αποκαλύπτει στον άνθρωπο το Είναι του, το οποίο φαίνεται σαν να κρέμεται επάνω από την άβυσσο του μηδενός. Ο άνθρωπος συναισθάνεται τώρα ότι δεν έχει καμμία προστασία, ότι το Είναι του είναι έκθετο στην άβυσσο του μηδενός. Ακριβώς όμως το γεγονός τούτο συνειδητοποιεί στον άνθρωπο την πραγματική του ύπαρξη [βλέπε και ‘Κριτική της οντολογίας του Heidegger’]

(συνεχίζεται …)



Κατηγορίες:ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΦΥΣΙΚΗ

Ετικέτες: , ,

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.