Σάββας Δημόπουλος: Από την Κωνσταντινούπολη στο Στάνφορντ

… και την καταξίωση στον χώρο της Σωματιδιακής Φυσικής.

Ο Σάββας Δημόπουλος, «ένας από πιο οξυδερκείς κατασκευαστές μοντέλων σωματιδιακής φυσικής των τελευταίων ετών» , πριν από μερικά χρόνια είχε δώσει συνέντευξη στον David Zierler, όταν ο Zierler ήταν συνεργάτης του American Institute of Physics με την ιδιότητα του «ιστορικού» . Εκεί, περιγράφει την πορεία του, από το οργανωμένο πογκρόμ (İstanbul Pogromu) εναντίον της ελληνικής μειονότητας, την νύχτα της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου του 1955 στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι την αναγνώριση και καταξίωσή του στο πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.

(…)
Zierler: Ας γυρίσουμε πίσω στην ιστορία. Ας γυρίσουμε πίσω στην ανατολική Μεσόγειο. Θα ήθελα πρώτα να ακούσω για τους γονείς σου. Πες μου γι’ αυτούς και από πού κατάγονται;

Δημόπουλος:
Γεννήθηκαν στην Istanbul της Τουρκίας, που τότε ονομαζόταν Κωνσταντινούπολη και ήταν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γεννήθηκα κι εγώ εκεί. Ανήκαμε στην ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης. Τότε, υπήρχαν εθνοτικές εντάσεις που φούντωναν κάθε τόσο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ως αποτέλεσμα μιας αυτών των εθνοτικών εντάσεων, έπρεπε να εγκαταλείψουμε την Τουρκία, να αφήσουμε όλα μας τα υπάρχοντα και να πάμε στην Αθήνα της Ελλάδας ως πρόσφυγες. Εκεί μεγάλωσα. Ήμουν 12 ετών όταν μετακόμισα εκεί. (…)
Οι περισσότεροι Έλληνες που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη ήταν απόγονοι των Ιώνων και ζούσαν στη Μικρά Ασία εδώ και χιλιάδες χρόνια, από την εποχή του Ομήρου και του Δημόκριτου.

Zierler:
Σάββα, η οικογένειά σας αφομοιώθηκε στην τουρκική κουλτούρα;

Δημόπουλος:
Είναι μια περίπλοκη ερώτηση. Όχι τόσο με την έννοια ότι στο σπίτι μιλούσαμε ελληνικά και πηγαίναμε σε ελληνικό σχολείο. Οι περισσότεροι φίλοι μας ήταν Έλληνες, Εβραίοι και Αρμένιοι. Αυτές οι τρεις μειονότητες έτειναν να ζουν μαζί και να αλληλεπιδρούν, να εργάζονται και να κοινωνικοποιούνται μεταξύ τους. Έτσι, με αυτή την έννοια, καμία από τις μειονότητες δεν ήταν έντονα αφομοιωμένη εκείνη την εποχή. Αυτός ίσως ήταν ένας λόγος για την ένταση, αλλά μεγάλο μέρος της είχε να κάνει με την πολιτική. Οι σχέσεις μας με τον τουρκικό λαό ήταν γενικά πολύ καλές – ήταν ευγενικοί και φιλικοί. Ήταν πολιτικές εντάσεις που οδήγησαν, για παράδειγμα, στο πογκρόμ του Σεπτεμβρίου 1955 εναντίον της ελληνικής μειονότητας – ένα πογκρόμ εναντίον των ίδιων των πολιτών τους. Μετά την πρόσφατη ανάμνηση των φρικαλεοτήτων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, πολλοί Έλληνες αποφάσισαν να φύγουν. Μείναμε λίγο περισσότερο, αλλά στη συνέχεια το 1964, υπήρξαν περισσότερες εντάσεις και πολλοί Έλληνες απελάθηκαν και τους δόθηκε προθεσμία 24 ωρών για να εγκαταλείψουν την Τουρκία και να παραδώσουν όλα τα υπάρχοντά τους.

Με την ονομασία «Σεπτεμβριανά» έμεινε στην ιστορία το οργανωμένο πογκρόμ εναντίον της ελληνικής μειονότητας στην Τουρκία, τη νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955. Στο πρότυπο της «Νύχτας των Κρυστάλλων» στην Γερμανία της 9ης Νοεμβρίου 1938 όπου ο στόχος ήταν οι Εβραίοι, ο τουρκικός όχλος προκάλεσε βίαια επεισόδια κατά των περιουσιών των Ελλήνων, λεηλατώντας και πυρπολώντας ελληνικά καταστήματα, σπίτια, σχολεία και βεβηλώνοντας εκκλησίες ακόμα και νεκροταφεία δημιουργώντας τρομοκρατία και ανασφάλεια για τις υφιστάμενες μειονότητες. Τουλάχιστον 30 Έλληνες σκοτώθηκαν και χιλίαδες άλλοι κακοποιήθηκαν βάναυσα. Σε δύο περίπου χιλιάδες υπολογίζονται από τους κύκλους της ομογένειας οι βιασμοί, αν και επισήμως καταγγέλθηκαν μόνο 200. Ιδιαίτερο μίσος επεδείχθη κατά των ιερωμένων, αφού πολλοί απ’ αυτούς ξυλοκοπήθηκαν αγριότατα, άλλοι γυμνώθηκαν και διαπομπεύθηκαν. Μέσα σε λίγες ώρες η ελληνική οικονομική δραστηριότητα καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς, αφού τα σπίτια και οι περιουσίες των περισσότερων Ελλήνων και τα ιδρύματα της ομογένειας λεηλατήθηκαν. Χιλιάδες Έλληνες έμειναν κυριολεκτικώς μόνο με τα ρούχα που φορούσαν, αφού στα σπίτια τους καταστράφηκαν με πρωτοφανή μανία ή εκλάπησαν τα πάντα. Η αντίδραση της τότε ελληνικής κυβέρνησης στα γεγονότα της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955 υπήρξε από χλιαρή έως ανύπαρκτη. 

Zierler:
Σάββα, σε ποιο βαθμό η Κύπρος αποτέλεσε πηγή εντάσεων για την οικογένειά σας;

Δημόπουλος:
Η Κύπρος παρείχε μια βολική δικαιολογία στην τουρκική κυβέρνηση να εκδιώξει την ελληνική μειονότητα – όπως ακριβώς η βομβιστική επίθεση στο σπίτι όπου γεννήθηκε ο Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη ήταν η δικαιολογία για τo πογκρόμ του ’55. Αργότερα αποδείχθηκε ότι η έκρηξη ήταν προβοκάτσια προερχόμενη από την τουρκική κυβέρνηση. Η τουρκική κυβέρνηση δεν ήθελε να παραμείνουν οι εθνοτικές μειονότητες στην Τουρκία και τους έκανε τη ζωή δύσκολη. Για παράδειγμα, την δεκαετία του 1940 υπήρχε ένας αυθαίρετος φόρος μόνο στις μειονότητες – ένας φόρος τόσο μεγάλος που αρκετές οικογένειες καταστράφηκαν οικονομικά. Υπήρξε μια σειρά από αυτά τα καταστροφικά γεγονότα, ειδικά το πογκρόμ του ’55, που οδήγησε σε μια μαζική έξοδο των ελληνικών, εβραϊκών και αρμενικών μειονοτήτων από την Τουρκία. Σήμερα έχουν απομείνει μόνο περίπου χίλιοι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη.

Zierler:
Παρόλο που ήσουν εθνοτικά Έλληνας, ένιωσες καθόλου σαν ξένος στην Ελλάδα;

Δημόπουλος:
Εν μέρει, ναι. Πρώτον, ήταν μια τεράστια αλλαγή στο περιβάλλον και το βιοτικό επίπεδο, και έχασα πολλούς από τους φίλους μου. Δεύτερον, οι νέοι μου συμμαθητές δεν μπορούσαν να καταλάβουν ακριβώς τι ήμουν, επειδή είχα διαφορετική προφορά από τους Έλληνες στην Ελλάδα. Μερικές φορές με αποκαλούσαν Τούρκο, κάτι που μου φαινόταν περίεργο επειδή οι Τούρκοι με αποκαλούσαν Έλληνα. Οπότε, η απάντηση είναι καταφατική. Όλα αυτά τελείωσαν σύντομα, όταν συνειδητοποίησαν πως ήμουν καλός μαθητής και σε λίγους μήνες είχα πολλούς φίλους και ένιωθα σαν στο σπίτι μου. Στην Ελλάδα ένιωθα ασφαλής και ελεύθερος. Μπορούσα να πηγαίνω οπουδήποτε ήθελα με ασφάλεια και να μιλάω τη γλώσσα μου στους δρόμους – κάτι που απαγορευόταν επίσημα από την τουρκική κυβέρνηση – χωρίς φόβο τιμωρίας ή ξυλοδαρμού.

Zierler: Πότε άρχισες να ενδιαφέρεσαι για την επιστήμη;

Δημόπουλος:
Ξεκίνησα λίγο αφότου ξεριζωθήκαμε από τον τόπο γέννησής μας και φτάσαμε στην Αθήνα ως πρόσφυγες. Μεταβήκαμε από τη μια μέρα στην άλλη από μια άνετη ζωή σε μια δύσκολη ζωή προσφύγων με ελάχιστα υπάρχοντα. Οι γονείς μου κι εγώ ζούσαμε σε μια απλή γκαρσονιέρα, ο πατέρας μου έψαχνε για δουλειά και εγώ είχα χάσει τα πάντα από την παιδική μου ηλικία – συμπεριλαμβανομένων και των αδελφών μου που είχαν αποφασίσει να πάνε στην Αμερική. Οι γονείς μου ανησυχούσαν πολύ για μένα και για να με κάνουν να νιώσω καλύτερα άρχισαν να μου αγοράζουν βιβλία. Λίγους μήνες αφότου μετακομίσαμε στην Αθήνα, είχα ήδη μια μικρή βιβλιοθήκη με βιβλία. Μάλιστα, φρόντισαν να πάνε σε κεντρικό βιβλιοπωλείο της Αθήνας, το οποίο υπάρχει ακόμα, και να κάνουν μια συμφωνία ώστε να παίρνω μόνος μου ότι βιβλία ήθελα και να τα πληρώνουν αργότερα. Κι αυτό ήταν πολύ έξυπνο, γιατί βυθίστηκα στα βιβλία. Δεν είχα την οικονομική δυνατότητα να έχω μια πραγματική ζωή, αλλά μέσα από τα βιβλία δημιούργησα το δικό μου σύμπαν.

Ανάμεσα στα βιβλία που διάβασα πρώτα ήταν μερικά επιστημονικά βιβλία που θυμάμαι ακόμα. Ένα εξαιρετικό βιβλίο ήταν «Η εξέλιξη των ιδεών στη φυσική» των Αϊνστάιν και Infeld. Άσκησε μεγάλη επίδραση πάνω μου. Θυμάμαι ακόμα τον ενθουσιασμό μου όταν συνειδητοποίησα πως τα κύματα σε ένα χωράφι με σιτάρι μπορούν να διαδοθούν και να μεταφέρουν ενέργεια σε μεγάλες αποστάσεις χωρίς καμία αντίστοιχα μεγάλη κίνηση σωματιδίων. Αυτή ήταν μια από τις βασικές στιγμές που συνειδητοποίησα πόσο καταπληκτική είναι η επιστήμη και ότι αυτό θα ήθελα να κάνω σε όλη μου τη ζωή. Ένα άλλο σημαντικό βιβλίο ήταν μια βιογραφία του Αϊνστάιν από τον Philipp Frank (Αλμπερτ Αινστάιν-η ζωή το έργο του και η θεωρία της σχετικότητας). Αυτά και μερικά άλλα βιβλία με έπεισαν μέχρι την ηλικία των 13 ετών ότι θέλω να αφιερώσω τη ζωή μου είτε στη φυσική είτε στα μαθηματικά.

Για ακόμη έναν χρόνο περίπου, είχα το εξής δίλημμα: Να γίνω φυσικός ή μαθηματικός; Εκείνη την εποχή, άρχισα να ενδιαφέρομαι για την έννοια της αλήθειας. Ένιωθα ότι η επιστήμη ίσως ήταν ο μόνος τρόπος για να γνωρίσει κανείς πραγματικά την αλήθεια. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι όταν έφτασα στην Ελλάδα, ήταν μια εποχή μεγάλης πολιτικής έντασης. Υπήρχε η αριστερά και η δεξιά. Αυτό συνέβη μόλις 15 περίπου χρόνια μετά το τέλος του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου. Έτσι, υπήρχαν ακόμα εντάσεις μεταξύ αριστεράς και δεξιάς. Άκουγα ομιλίες από την δεξιά και σκεφτόμουν, ω! αυτό είναι σωστό. Και ομιλίες από την αριστερά και έλεγα, ω! κι αυτό είναι σωστό. Αλλά κατέληγαν σε αντίθετα συμπεράσματα. Έτσι, ήμουν μπερδεμένος. Ποιος έχει δίκιο; Πώς μπορείς να ανακαλύψεις την αλήθεια σε αυτές τις περιπτώσεις; Μετά, είπα, ξέχνα το. Δεν υπάρχει τρόπος. Χρειάζεσαι ένα πολύ ακριβές εργαλείο, κι εκεί μπήκε η επιστήμη.

Έτσι, πάλευα μεταξύ φυσικής και μαθηματικών επειδή και τα δύο επιδιώκουν την αλήθεια, αλλά με διαφορετικές μεθόδους. Μου πήρε πάνω από ένα χρόνο πριν συνειδητοποιήσω ότι θέλω να αφοσιωθώ φυσική. Ο λόγος ήταν πολύ απλός: ένιωθα ότι στα μαθηματικά υπάρχει σαφής και άψογη λογική που σε οδηγεί από μερικά αξιώματα σε πολλά θεωρήματα, πολλές αλήθειες. Και ορισμένα θεωρήματα είναι πολύ σύντομα για να αποδειχθούν, και κάποια θεωρήματα είναι πολύ μεγάλα. Αναρωτήθηκα, πώς μπορείς να είσαι σίγουρος, ειδικά σε ένα θεώρημα που περιλαμβάνει πολλά, πολλά βήματα; Πώς μπορώ να είμαι σίγουρος ότι κάποιος δεν έκανε λάθος σε κάποιο βήμα, ή πολλοί άνθρωποι δεν έκαναν το ίδιο λάθος, ή κάποιο διαφορετικό λάθος; Πώς μπορώ να είμαι 100% σίγουρος ότι δεν υπάρχει κάποιο σφάλμα σε αυτήν την απόδειξη; Υποστήριξα ότι ενώ στη φυσική έχουμε επίσης μερικά αξιώματα και θεωρήματα, μπορείς να ελέγξεις το αποτέλεσμα του θεωρήματος ανεξάρτητα από τους ανθρώπους. Μπορείς να το ελέγξεις πειραματικά, πηγαίνοντας εκεί έξω στη φύση και βρίσκοντας τι υπάρχει εκεί έξω και εξετάζοντας αν υπακούει σ’ αυτό το θεώρημα ή όχι.

(…) Έτσι, στην ηλικία των δεκατεσσάρων περίπου, αποφάσισα ότι θα ασχοληθώ με τη φυσική, αλλά θα σπούδαζα επίσης – και μαθηματικά αφού ήταν ένα απαραίτητο εργαλείο. Αλλά θα επικεντρωνόμουν στη φυσική. Έτσι, τότε αποφάσισα. Αλλά υπήρχαν πολλοί άλλοι παράγοντες που έπαιξαν ρόλο. Για παράδειγμα, με εντυπωσίασε απόλυτα η ιδέα του λογισμού, ότι δηλαδή μπορούσες να υπολογίσεις την κίνηση, ας πούμε των πλανητών γύρω από τον ήλιο, οποιαδήποτε στιγμή στο μέλλον ή οποιαδήποτε στιγμή στο παρελθόν, χρησιμοποιώντας εξισώσεις. Ήταν απίστευτο πώς αυτές οι εξισώσεις μπορούν να παρακολουθούν τις κινήσεις των πλανητών γύρω από το άστρο ανά δευτερόλεπτο, όταν είναι τόσο περίπλοκες και αλληλεξαρτώμενες. Έτσι, το γεγονός ότι υπάρχει ένας μηχανισμός που μπορεί να παρακολουθεί όλες αυτές τις αλλαγές ταυτόχρονα και να σου δίνει τις σωστές απαντήσεις, ήταν απλά εκπληκτικό για μένα. Μόλις αποφάσισα να γίνω φυσικός, άρχισα να μαθαίνω λογισμό και διαφορικές εξισώσεις για να προετοιμαστώ. Μέχρι τότε είχα βυθιστεί πλήρως στην επιστήμη.

Zierler: Σάββα, πήγες στις Ηνωμένες Πολιτείες μόνος σου ή μετακόμισε η οικογένειά σου;

Δημόπουλος:
Όχι, πήγα μόνος μου. Τα αδέρφια μου είχαν επίσης μετακομίσει στις ΗΠΑ την εποχή των εθνοτικών εντάσεων, γύρω στο 1964. Ήταν μεγαλύτερα από εμένα και αποφάσισαν ότι η Τουρκία δεν ήταν ασφαλές μέρος για τις μειονότητες. Το σχέδιο ήταν ότι όταν αποφοιτούσα από το λύκειο, θα έκανα το ίδιο. Και πράγματι, αυτό συνέβη. Στην ηλικία των 18 ετών, μετακόμισα στο Houston. Ήταν σε διαφορετικές πόλεις. Ήμασταν όλοι στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά όχι στο ίδιο μέρος. Στην πραγματικότητα, πήγα πρώτα στο Houston επειδή ο αδερφός μου ήταν εκεί, αλλά λίγους μήνες αφότου πήγα εκεί, μετακόμισε στη Βοστώνη και έμεινα στο Χιούστον για να ολοκληρώσω τις σπουδές μου.

Zierler: Πώς ήταν τα αγγλικά σου πριν πας στις Ηνωμένες Πολιτείες;

Δημόπουλος:
Δεν ήταν καθόλου καλά. Τότε η ξένη γλώσσα που διδάσκονταν στο σχολείο ήταν τα γαλλικά, όχι τα αγγλικά. Έτσι, η μητέρα μου με έστειλε σε ένα Ινστιτούτο Αγγλικών όπου κάνεις μαθήματα αγγλικών τρεις ώρες την εβδομάδα. Αλλά δεν με ενδιέφερε ιδιαίτερα. Με ενδιέφερε περισσότερο η κοινωνικοποίηση παρά να πηγαίνω στα μαθήματα αγγλικών. Έτσι, δεν έμαθα και πολλά, και μετά σταμάτησα. Αλλά διάβαζα βιβλία φυσικής, και τα αγγλικά μου ήταν ουσιαστικά αυτά που μάθαινα από τα βιβλία φυσικής, κάτι που δεν βοηθάει πολύ στην κοινωνικοποίηση. Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Κάποια από τα αγγλικά μου τα έμαθα από αγγλικές μεταφράσεις Ρώσων συγγραφέων. Πολύ διάσημων, όπως των Landau και Lifshitz. Αυτός δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να μάθει κανείς αγγλικά. Ήξερα μερικά πολύ βασικά πράγματα, αλλά δεν μπορούσα να επικοινωνήσω πραγματικά. Έτσι, έπρεπε να μάθω αγγλικά όταν πήγα στο Χιούστον.

Zierler: Πήγες στις Ηνωμένες Πολιτείες γνωρίζοντας ότι θα έμενες εδώ; Ήταν αυτό το σχέδιο ή νόμιζες ότι θα επέστρεφες;

Δημόπουλος:
Όχι, δεν πίστευα ότι θα επέστρεφα στην Ελλάδα. Ούτε εγώ, ούτε τα αδέρφια μου. Η Αμερική ήταν ένα όνειρο, το καλύτερο μέρος για να είσαι. Έτσι, δεν σχεδιάζαμε να επιστρέψουμε.

Zierler: Πρέπει να είχες διακριθεί στο προπτυχιακό σου για να γίνεις δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο.

Δημόπουλος:
Τα πήγα καλά. Στην πραγματικότητα, το Πανεπιστήμιο του Χιούστον ήταν πολύ καλό μαζί μου. Πρώτα απ’ όλα, ήμουν καλός φοιτητής και μου φέρθηκαν πολύ καλά από την αρχή. Θα έλεγα, πως μέσα σε μερικούς μήνες, κατάλαβαν ότι είμαι ένας ξεχωριστός φοιτητής και έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να με βοηθήσουν. Ως πρωτοετής, μου έδωσαν ένα γραφείο στον όροφο τους, κοντά στα γραφεία του διδακτικού προσωπικού, ώστε να μπορώ να πηγαίνω να κάνω ερωτήσεις και να αλληλεπιδρώ μαζί τους. Το άλλο είναι ότι έπρεπε να δουλέψω για να συντηρήσω τον εαυτό μου – ήμουν βοηθός σε ένα ελληνικό εστιατόριο για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Δεν κράτησε πολύ γιατί ήμουν απαίσιος βοηθός. Απορώ που το εστιατόριο με κράτησε για τόσο καιρό. Έφτασα στις ΗΠΑ τον Αύγουστο και γύρω στα Χριστούγεννα απολύθηκα από τη δουλειά μου. Έπρεπε να πληρώνω ενοίκιο, φαγητό και τέτοια πράγματα. Έτσι, όταν ο δάσκαλός μου, ο Dr. Walker, με είδε στεναχωρημένο, με ρώτησε τι συμβαίνει. Όταν του είπα πως έχασα τη δουλειά μου, είπε, «Μην ανησυχείς, θα το φροντίσω εγώ. Θα σε κάνω βοηθό στην τάξη μου». Ήμουν πρωτοετής. Αυτό ήταν το πρώτο τρίμηνο και με έκαναν βοηθό σε ένα εργαστήριο. Αυτό είναι ένα παράδειγμα της Αμερικής εν δράσει και του πόσο γενναιόδωρα με στήριξε.

Zierler: Ήξερες ότι στα μεταπτυχιακά σου ήθελες να ακολουθήσεις τη θεωρία;

Δημόπουλος:
Αυτή είναι μια άλλη ενδιαφέρουσα ερώτηση. Είχα αυτή την τάση απλά γιατί άρχισα να διαβάζω βιβλία από και για τον Αϊνστάιν. Από την άλλη πλευρά, ήξερα ότι η απόλυτη αλήθεια πρέπει να ελέγχεται με πειράματα. Έτσι, με ενδιέφερε το πείραμα, αλλά δεν ήμουν πολύ καλός. Παρακολούθησα μαθήματα και συνήθως ήμουν ο χειρότερος στα πειράματα. Ξέρετε πώς όταν κάνεις πειράματα, υποτίθεται ότι πρέπει να βάζεις τελείες στο σύνολο δεδομένων σου και οι τελείες σου υποτίθεται ότι είναι σε ευθεία γραμμή; Οι δικές μου δεν ήταν ποτέ σε ευθεία γραμμή. Δεν μπορούσα να το καταλάβω. Έτσι, δεν ήμουν πολύ καλός κι όταν πήγα για μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο είχα για έναν ακόμη χρόνο υποχρεωτικά εργαστήρια. Θυμάμαι ότι έμενα διπλάσιο χρόνο στο εργαστήριο. Έπαιρνα ένα κλειδί και πήγαινα το βράδυ, αλλά και τότε δεν μπορούσα να κάνω τα πράγματα να λειτουργήσουν. Έτσι, αποφάσισα πως το πείραμα δεν είναι για μένα. Νομίζω ότι υπάρχει κάποιος βαθμός σχολαστικότητας που απαιτείται για να κάνεις πειράματα. Κι εγώ δεν τον είχα.(…)

Τα παραπάνω είναι μια ελεύθερη απόδοση κάποιων αποσπασμάτων της συνέντευξης του Σάββα Δημόπουλου, την οποία αξίζει να διαβάσετε ολόκληρη στο ένθετο που ακολουθεί:

πηγή: https://repository.aip.org/dimopoulos-savas-2021-april-27 – via JDM



Κατηγορίες:ΙΣΤΟΡΙΑ, ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗ ΣΩΜΑΤΙΑ, ΦΥΣΙΚΗ

Ετικέτες: ,

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.