Μια διαταραχή της μνήμης (του Φρόυντ) πάνω στην Ακρόπολη

Τον Σεπτέμβριο του 1904, ο Σίγκμουντ Φρόυντ ξεκίνησε μαζί με τον αδελφό του ένα ταξίδι διακοπών στην Κέρκυρα, μέσω Τεργέστης. Όμως στην Τεργέστη τους πληροφόρησαν ότι στην Κέρκυρα η ζέστη ήταν αποπνικτική, και τους πρότειναν να πάρουν ένα πλοίο με προορισμό την Αθήνα. Και οι δυο τους βρέθηκαν σε μιαν ιδιαίτερη κακή διάθεση, και το μόνο που έβλεπαν ήταν τα διάφορα εμπόδια για την πραγματοποίηση αυτού του ταξιδιού. Περιμένοντας να ανοίξουν τα γραφεία του ταξιδιωτικού γραφείου της Λόυντ ήταν δύσθυμοι και αναποφάσιστοι. Όταν όμως έφτασαν στη θυρίδα έβγαλαν τα εισιτήρια για την Αθήνα, σαν αυτό να ήταν αυτονόητο, χωρίς να νοιαστούν για τις υποτιθέμενς δυσκολίες, και χωρίς καν να το συζητήσουν μεταξύ τους για τους λόγους της απόφασής τους.
Σε ένα γράμμα του προς τον Ρομαίν Ρολλάν ο Φρόυντ περιγράφει τα γεγονότα ως εξής:
«… Αυτή η συμπεριφορά μας όμως ήταν αρκετά παράδοξη. Αργότερα αναγνωρίσαμε ότι αποδεχθήκαμε αμέσως και μάλιστα με μεγάλη προθυμία την πρόταση να πάμε στην Αθήνα αντί στην Κέρκυρα. Γιατί λοιπόν, στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, έως ότου ανοίξει η θυρίδα χαλάσαμε το κέφι μας και προβάλαμε στον εαυτό μας ψεύτικα εμπόδια και δυσκολίες;
Όταν το απόγευμα της άφιξής μας βρέθηκα πάνω στην Ακρόπολη και αγκάλιαζα με τη ματιά το τοπίο, μου ήρθε ξαφνικά η περίεργη σκέψη: Ώστε όλ’ αυτά λοιπόν υπάρχουν πραγματικά έτσι όπως τα μάθαμε στο σχολείο! Ή για να είμαι πιο ακριβής, το πρόσωπο που εκδηλωνόταν, ξεχώριζε πολύ πιο καθαρά απ’ ότι συνήθως γίνεται αισθητό, από ένα άλλο, στην αντίληψη του οποίου περιέχονταν αυτή η παρατήρηση. Και τα δυο αυτά πρόσωπα ήταν κατάπληκτα αν και όχι για το ίδιο πράγμα. Το ένα συμπεριφερόταν σα να όφειλε, κάτω από την εντύπωση μιας αναμφισβήτητης παρατήρησης, να πιστέψει σε κάτι του οποίου η πραγματικότητα (Realität) του είχε μέχρι τώρα φανεί αβέβαιη. Με μια ελάχιστη υπερβολή θα λέγαμε ότι έκανε όπως κάποιος , ο οποίος περπατώντας κατά μήκος της σκωτικής λίμνης του Λοχ-Νες θα έβλεπε μπροστά του, εκβρασμένο στην ξηρά, το σώμα του περιβόητου τέρατος, και συνεπώς, αισθανόταν τον εαυτό του υποχρεωμένο να ομολογήσει: Ώστε λοιπόν υπάρχει πράγματι ο θαλάσσιος αυτός όφις στον οποίο δεν είχαμε ποτέ πιστέψει! Το άλλο πρόσωπο όμως παραξενευόταν, και με το δίκιο του, διότι αγνοούσε ότι η πραγματική ύπαρξη της Αθήνας, της Ακρόπολης και αυτού του τοπίου απετέλεσαν ποτέ αντικείμενο αμφιβολίας. Ήταν περισσότερο προετοιμασμένο να δείξει ότι γοητεύεται και ότι αισθάνεται έξαρση.
Είναι λοιπόν εύκολο να πούμε ότι η παράξενη αυτή σκέψη πάνω στην Ακρόπολη, το μόνο που θέλει να τονίσει είναι ότι, το να δει κανείς κάτι με τα ίδια του τα μάτια, είναι εντελώς άλλο πράγμα από το να ακούσει ή να διαβάσει σχετικά. Αυτό όμως θα ήταν ένας αρκετά ασυνήθης τρόπος εξωραϊσμού μιας άνευ ενδιαφέροντος κοινοτοπίας. Ή θα μπορούσε κανείς να τολμήσει να ισχυριστεί ότι, όταν ήταν μαθητής Γυμνασίου, νόμιζε πως είχε πεισθεί για την ιστορική πραγματικότητα της πόλης των Αθηνών και την ιστορία της, αλλά ότι η απροσδόκητη εκείνη ιδέα (Εinfall) πάνω στην Ακρόπολη δείχνει σαφώς ότι τότε το ασυνείδητό του δεν το είχε πιστέψει και ότι μόνο τώρα απέκτησε μία πεποίθηση που ‘φθάνει μέχρι το ασυνείδητο’. Μια τέτοια εξήγηση ηχεί πολύ βαθυστόχαστη, όμως είναι πιο εύκολο να υποστηρίξει κανείς την ύπαρξή της παρά να την αποδείξει, και δικαιολογημένα θα δεχθεί επιθέσεις στο θεωρητικό επίπεδο. Όχι. Νομίζω ότι τα δυο φαινόμενα, η δυσθυμία στην Τεργέστη και η απροσδόκητη ιδέα που μου ήρθε πάνω στην Ακρόπολη είναι στενά συνδεδεμένα. Και καθώς το πρώτο απ’ αυτά είναι πιο ευκολονόητο, πιθανώς να μας βοηθήσει να εξηγήσουμε το επόμενο.
Αυτό που έξησα στην Τεργέστη, το σημειώνω, δεν είναι παρά η έκφραση μιας δυσπιστίας. ‘Θα καταφέρουμε να δούμε την Αθήνα; Μα αυτό δεν γίνεται, θα είναι πάρα πολύ δύσκολο’. Η δυσθυμία που επακολουθεί, αντιστοιχεί στη λύπη γιατί κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Θα ήταν όμως αλήθεια τόσο ωραίο. Και ξέρουμε περί τίνος πρόκειται. Είναι μία από τις περιπτώσεις του … ‘too good to be true’ που μας είναι τόσο οικεία. Μια από αυτές τις περιπτώσεις δυσπιστίας, που τόσο συχνά παρουσιάζονται, όταν κανείς αιφνιδιάζεται από μια χαρούμενη είδηση, όπως π.χ. ότι κέρδισε τον πρώτο λαχνό ή πήρε ένα βραβείο, ή για μια νέα κοπέλα όταν ο άνδρας που κρυφά αγαπάει ζητήσει το χέρι της από τους γονείς της κλπ.
Τη διαπιστωση ενός φαινομένου ακολουθεί, όπως είναι φυσικό, το ερώτημα σχετικά με τις αιτίες του. Μια τέτοια δυσπιστία είναι ολοφάνερα μια απόπειρα να απορρίψει κανείς ένα μέρος της πραγματικότητας. Όμως κάτι το παράξενο συμβαίνει εδώ. Διόλου δεν θα μας ξάφνιαζε αν μια τέτοια απόπειρα στρεφόταν ενάντια σ’ ένα μέρος της πραγματικότητας που απειλεί να προξενήσει δυσαρέσκεια (Unlust). Ο ψυχικός μας μηχανισμός είναι ρυθμισμένος, θα λέγαμε για κάτι τέτοιο. Όμως γιατί μια τέτοιου είδους δυσπιστία για κάτι, το οποίο αντίθετα υπόσχεται μια έντονη ευχαρίστηση (Lust); Πρόκειται πράγματι για παράδοξη συμπεριφορά. Θυμάμαι, ωστόσο, ότι παλαιότερα ασχολήθηκα με την ανάλογη περίπτωση των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι, όπως διατύπωνα, ‘αποτυγχάνουν τη στιγμή της επιτυχίας’. Ειδάλλως, κατά κανόνα αρρωσταίνει κανείς από άρνηση (Versagung), από μη εκπλήρωση μιας ζωτικής ανάγκης ή επιθυμίας (Wunsch). Όμως με αυτά τα πρόσωπα συμβαίνει το αντίθετο. Αρρωσταίνουν και κυριολεκτικά δεινοπαθούν, διότι μια ευχή τους, ιδιαίτερα έντονη, πραγματοποιήθηκε. Εντούτοις, η αντίθεση μεταξύ των δυο αυτών καταστάσεων δεν είναι τόσο μεγάλη όσο εμφανίζεται αρχικά. Στην παράδοξη περίπτωση, μια εσωτερική άρνηση μπήκε απλώς στη θέση της εξωτερικής. Δεν παραχωρεί κανείς στον εαυτό του ευτυχία. Η εσωτερική άρνηση επιτάσσει την προσκόλληση στην εξωτερική. Όμως γιατί; Διότι η απάντηση που δίνεται από μια σειρά περιπτώσεων είναι ότι δεν μπορεί να προσμένει κανείς τίποτε καλό από τη μοίρα. Και πάλι λοιπόν ‘too good to be true’, η εκδήλωση απαισιοδοξίας, της οποίας ένα μεγάλο μέρος πολλοί από μας φάινεται να φιλοξενούν μέσα τους. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως ακριβώς σε όσους αποτυγχάνουν τη στιγμή της επιτυχίας, πρόκειται για ένα αίσθημα ενοχής ή κατωτερότητας, που μπορεί να μεταφραστεί ως εξής: Δεν είμαι άξιος για μια τέτοια ευτυχία, δεν τη δικαιούμαι. Όμως και τα δυο κίνητρα είναι κατά βάθος ίδια. Το ένα δεν είναι παρά η προβολή του άλλου. Διότι, όπως είναι προ πολλού γνωστό, η μοίρα από την οποία περιμένουμε μια τόσο κακή μεταχείριση, είναι η υλοποίηση της συνείδησής μας, του αυστηρού υπερ-εγώ μέσα μας, και μέσα στο οποίο έχει κατακαθίσει η τιμωρός ένσταση της παιδικής μας ηλικίας.
Έτσι, νομίζω, εξηγείται η συμπεριφορά μας στην Τεργέστη. Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι θα μας δινόταν η χαρά να δούμε την Αθήνα. Το γεγονός ότι το μέρος της πραγματικότητας που θέλαμε να αρνηθούμε, ήταν, καταρχήν, μόνο μια δυνατότητα, καθόρισε τις ιδιομορφίες των τοτινών αντιδράσεων. Μόλις βρεθήκαμε πάνω στην Ακρόπολη, η δυνατότητα έγινε πραγματικότητα (Wirklichkeit) και η ίδια δυσπιστία βρήκε ένα διαφορετικό, αλλά πολύ σαφή τρόπο έκφρασης. Χωρίς καμία διαστρέβλωση (Entstellung) η δυσπιστία όφειλε να πει: πράγματι δε θα μπορούσα ποτέ να πιστέψω πως θα έστεργα να δω την Αθήνα με τα ίδια μου τα μάτια, όπως αναμφίβολα συμβαίνει αυτή τη στιγμή! Όταν αναλογίζομαι τον σφοδρό πόθο που με κατείχε τότε που ήμουν στο Γυμνάσιο, αλλά και αργότερα, να ταξιδέψω να δω τον κόσμο, και με πόση καθυστέρηση άρχισε αυτό να εκπληρώνεται, δεν εκπλήσσομαι από τις μετέπειτα συνέπειες πάνω στην Ακρόπολη. Ήμουνα τότε σαράντα οκτώ χρονών. Δε ρώτησα το μικρότερο αδελφό μου αν αισθανόταν κάτι ανάλογο μ’ εμένα. Μια κάποια συστολή περιέβαλε όλη αυτή την εμπειρία, που ήδη στην Τεργέστη μας είχε εμποδίσει να ανταλλάξουμε τις σκέψεις μας.
Αν όμως είχα σωστά μαντέψει το νόημα της απροσδόκητης ιδέας που μου ήρθε πάνω στην Ακρόπολη, ότι δηλαδή εξέφραζε την χαρούμενη έκπληξή μου που βρίσκομαι πάνω αυτή τη στιγμή σε τούτο τον τόπο, το ερώτημα που περαιτέρω εγείρεται είναι, γιατί αυτό το νόημα έγινε αντικείμενο, μέσα στην ιδέα, ενός τόσο διαστρεβλωμένου και διαστρεβλωτικού περιβλήματος (….)

(….) Όμως ακριβώς η εμπειρία μου πάνω στην Ακρόπολη, που καταλήγει σε μια διαταραχή της μνήμης, σε μια παραποίηση του παρελθόντος, μας βοηθά να δείξουμε το προφανές αυτής της επιρροής. Δεν είναι αλήθεια ότι στα γυμνασιακά μου χρόνια αμφέβαλα ποτέ για την πραγματική ύπαρξη της Αθήνας. Για το μόνο που αμφέβαλα ήταν αν ποτέ θα έβλεπα την Αθήνα. Το να ταξιδέψω τόσο μακριά, «να πάω τόσο μακριά» μου φαίνεται έξω από κάθε δυνατότητα. Αυτό το συναίσθημα ήταν συνδεδεμένο με τις περιορισμένες και άθλιες βιοτικές συνθήκες των νεανικών μου χρόνων. Και σίγουρα η λαχτάρα να ταξιδέψω ήταν μια επιπλέον έκφραση της ευχής να ξεφύγω από εκείνη την καταπίεση που τόσο συγγενεύει με την ώθηση (Drang), η οποία παροτρύνει τόσα πολλά παιδιά στο στάδιο της εφηβείας να φεύγουν από το σπίτι τους. Είχα προ πολλού αντιληφθεί ότι ένα μεγάλο μέρος του πόθου μου (Lust) να ταξιδέψω, αποτελούσε εκπλήρωση της παλιάς αυτής ευχής, που ήταν ριζωμένη στη δυσαρέσκεια που μου προξενούσε το σπίτι και η οικογένεια. Όταν κάποιος βλέπει για πρώτη φορά τη θάλασσα, διασχίζει τον ωκεανό και έχει την εμπειρία της πραγματικότητας των πόλεων και των χωρών, που για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα αποτελούσαν ένα μακρινό απρόσιτο όνειρο γι’ αυτόν, αισθάνεται τον εαυτό του σαν ήρωα που επιτέλεσε απίθανα σπουδαίους άθλους. Εκείνη την ημέρα, στην Ακρόπολη, θα μπορούσα να είχα ρωτήσει τον αδελφό μου: Θυμάσαι που όταν ήμαστε νέοι, παίρναμε κάθε μέρα τον ίδιο δρόμο … πηγαίνοντας στο Γυμνάσιο, και πως κάθε Κυριακή πηγαίναμε στο Πράτερ ή σε κάποιο άλλο εξοχικό μέρος που τόσο καλά ήδη γνωρίζαμε. Και τώρα βρισκόμαστε στην Αθήνα και μάλιστα πάνω στο λόφο της Ακρόπολης! Κάναμε πράγματι μακρύ δρόμο! Και ακόμα, αν μας επιτρέπεται να συγκρίνυμε ένα τόσο μικρό συμβάν, με κάποιο μεγαλύτερο, μήπως ο Ναπολέων ο 1ος δε στράφηκε στη διάρκεια της στέψης του στη Notre Dame, σε έναν από τους αδελφούς του – σίγουρα πρέπει να ήταν ο μεγαλύτερός του, ο Ιωσήφ – και είπε: ‘Τι θα έλεγε ο Monsieur notre Père αν μπορούσε να βρίσκεται εδώ αυτή τη στιγμή;’
Και τώρα προσεγγίζουμε πλέον στη λύση του μικρού προβλήματος, δηλαδή γιατί ήδη στην Τεργέστη είχαμε διαταράξει την ευχαρίστησή μας για το ταξίδι στην Αθήνα. Αυτό πρέπει να οφείλεται σε ένα αίσθημα ενοχής που ήταν συνδεδεμένο με την ικανοποίηση ότι πήγαμε τόσο μακριά. Υπάρχει εδώ κάτι άδικο, κάτι που παλιά ήταν απαγορευμένο. Κι αυτό είχε σχέση με την από μέρους του παιδιού κριτική του πατέρα του, με την περιφρόνηση που αντικατέστησε την υπερ-εκτίμηση που είχε γι αυτόν στην πρώτη παιδική του ηλικία. Μοιάζει σαν η ουσία της επιτυχίας να ήταν να πάει κανείς πιο μακριά από τον πατέρα, και σαν να ήταν πάντοτε αθέμιτο να θέλουμε να ξεπεράσουμε τον πατέρα.
Σ’ αυτό το γενικό, αξιόλογο κίνητρο, που ισχύει γενικά, προστίθεται στην περίπτωσή μας ένα ιδιαίτερος παράγοντας. Αυτό το ίδιο θέμα, Αθήνα και Ακρόπολη, περιέχει έναν υπαινιγμό της υιικής υπεροχής. Ο πατέρας μας υπήρξε έμπορος, δεν είχε γυμνασιακή μόρφωση, η Αθήνα δεν ήταν δυνατό να σημαίνει πολλά γι αυτόν. Έτσι αυτό που μας εμπόδισε να απολαύσουμε το ταξίδι στην Αθήνα, ήταν ένα βαθύ αίσθημα ευλάβειας (Pietät). Kαι τώρα θα απορείτε πια που η ανάμνηση αυτού του βιώματος πάνω στην Ακρόπολη, τόσο συχνά με κατατρέχει, από τότε που γέρος εγώ ο ίδιος, έχω ανάγκη επιείκειας και δεν μπορώ πλέον να ταξιδέψω.

Σας χαιρετώ εγκάρδια, δικός σας
Σίγκμουντ Φρόυντ – Ιανουάριος 1936

Αποσπάσματα από το «Γράμμα στον Ρομαίν Ρολλάν (Μια διαταραχή της μνήμης πάνω στην Ακρόπολη), του Σ. Φρόυντ, Traduttore-Traditore: Αλεξάνδρα Βουδούρη
Το πλήρες κείμενο της επιστολής περιέχεται στον τόμο «Ψυχανάλυση και Ελλάδα», Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1984

O Φρόυντ (αριστερά) και ο αδελφός του Αλέξανδρος το 1936

Φρόιντ-Ελλάδα: Η σχέση που σφράγισε τη ζωή και το έργο του πατέρα της ψυχανάλυσης

Της Τόνιας Α. Μανιατέα -https://www.amna.gr/home/article/762448/Froint-Ellada-I-schesi-pou-sfragise-ti-zoi-kai-to-ergo-tou-patera-tis-psuchanalusis

Καλοκαίρι – Άνοιξη του 1904. Στους πολιτισμούς και «πολιτισμούς» του πλανήτη συντελούνται κοσμογονικές αλλαγές. Στη Ρωσία, ο άρτι ολοκληρωθείς Υπερσιβηρικός Σιδηρόδρομος ετοιμάζεται για το πρώτο ταξίδι του. Στις ΗΠΑ, με ένα βελτιωμένο σκάφος από εκείνο της πρώτης πτήσης τους, οι αδελφοί Ράιτ καταφέρνουν να μείνουν για πολλά λεπτά της ώρας στον αέρα, το νεότευκτο μετρό της Ν.Υ. ξεκινά τη μακραίωνη διαδρομή του και η 2η Κου Κλουξ Κλαν προειδοποιεί για την «πλούσια» δράση της με την πυρπόληση δύο μαύρων πολιτών στη Τζόρτζια. Στη Μαντζουρία, σε μία μάχη 13 ημερών σκοτώνονται 40.000 Ρώσοι και 20.000 Ιάπωνες στρατιώτες. Στην Ιταλία, στην περίφημη Σκάλα, παρουσιάζεται σε λαμπρή πρεμιέρα η «Μαντάμ Μπατερφλάι» του Πουτσίνι. Στην Ελλάδα, ο Παύλος Μελάς κηρύσσει την έναρξη του αγώνα κατά των κομιτατζήδων της δυτικής Μακεδονίας. Χιλιόμετρα μακριά, στην Αθήνα, οι καθηγητές της καλλιτεχνικής σχολής του Πολυτεχνείου ζητούν την απαγόρευση της ταυτόχρονης διδασκαλίας σε αγόρια και κορίτσια, καθότι, όπως ισχυρίζονται, η παρουσία του «ωραίου» πλην «ασθενούς» φύλου στα φοιτητικά έδρανα σκανδαλίζει και αποσυντονίζει το «ισχυρό» (!) Στην Κρήτη, η αρχαιολογική επιστήμη θριαμβολογεί για την ανακάλυψη του ανακτόρου της Κνωσού από τον Άρθουρ Έβανς. Στους Δελφούς, η σκαπάνη της Γαλλικής Σχολής Αθηνών φέρνει στο φως αρχιτεκτονικά λείψανα και κινητά δείγματα του λαμπρού αρχαιοελληνικού παρελθόντος. Έχουν προηγηθεί οι ανακαλύψεις των Γερμανών αρχαιολόγων στην Ολυμπία. Ήδη από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, η ματιά της Ευρώπης είναι καρφωμένη στην Ελλάδα, όπου ταυτόχρονα με τη σύσταση του κράτους ξεβράζονται σωρηδόν αποδείξεις του βαθέως παρελθόντος της.

Στην Αθήνα, ο Σεπτέμβριος έχει μπει θερμός και στην Ακρόπολη ο πολιτικός μηχανικός Νικόλαος Μπαλάνος διενεργεί εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες. Έχει προηγηθεί μία συστηματική ανασκαφή, που έχει αποκαλύψει και αναδείξει τις αρχαιότητες του βράχου. Μία στρατιά προσωπικοτήτων απ΄ άκρου σ΄ άκρο της γης καταφθάνουν στην αναγεννημένη Ελλάδα για να θαυμάσουν τα μνημεία της.

Στις 4 του μήνα, πρωί, ένας μεσήλικας ανηφορίζει αργά, σχεδόν κατανυκτικά τον βράχο. Παρά τη στάση του σώματός του, που φανερώνει ανυπομονησία να φτάσει στην κορυφή, τα βήματά του είναι σταθερά και πού και πού σηκώνει το κεφάλι για να δει ό,τι του αποκαλύπτεται. Μαζί του περπατά κι ένας άλλος άνδρας, εμφανώς νεότερος. Είναι ο αδελφός του, ο Αλέξανδρος, μικρότερός του κατά δέκα χρόνια. «Γι αυτή την επίσκεψη στον ιερό βράχο φόρεσα το καλό μου πουκάμισο» θα εξομολογηθεί αργότερα στη γυναίκα του ο Αυστριακός νευρολόγος-ψυχίατρος Ζίγκμουντ Φρόιντ (Sigmund Freud) που αυτήν τη στιγμή πραγματοποιεί ένα από τα όνειρα της ζωής του. Επισκέπτεται το λαμπρό δείγμα της αρχαίας Ελλάδας, απ΄ όπου δανείστηκε τον πυρήνα της επιστημονικής θεωρίας του. Η μεθοδολογία της ψυχανάλυσης προσομοιάζει στη μεθοδολογία της αρχαιολογίας, σκάβεις το παρελθόν για να ερμηνεύσεις το μέλλον, θα πει δίνοντας τον ορισμό της τεχνικής, που ο ίδιος έχει εφεύρει. Για την ακρίβεια, στην εργασία του «Η Αιτιολογία της Υστερίας», θα διατυπώσει ότι «όπως οι αρχαιολόγοι ανακαλύπτουν κρυμμένα ερείπια, έτσι και ο ψυχαναλυτής μπορεί να ανασκάψει το παρελθόν ενός ανθρώπου, διενεργώντας μία αρχαιολογική έρευνα του νου».

ΜΙΑ ΣΧΕΣΗ -«ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΥ»- ΠΑΘΟΥΣ…

Η ιστορία θα δείξει πως η σχέση του Φρόιντ με την Ελλάδα και την ελληνική σκέψη είναι βαθιά και πολυδιάστατη. Ο ίδιος γνωρίζει την αρχαία Ελλάδα στα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας μέσα από την επαφή του με τα πολιτιστικά ρεύματα της Δύσης. Από αυτήν τη σχέση πηγάζει η ψυχαναλυτική θεωρία του.

Έναν αιώνα μετά, κατά την ερμηνεία της αείμνηστης πλέον διδάκτορος Φιλοσοφίας του Διεθνούς Συμβουλίου Ψυχολόγων και ιδρύτριας του Κέντρου Ψυχικής Υγιεινής και Ερευνών, Άννας Ποταμιάνου, «ο Φρόιντ είναι εκείνος που μας κληροδοτεί την άποψη ότι η ψυχική μας ζωή δεν περιορίζεται στη συνειδητή ζωή και ότι μέσα μας κινείται κάτι το οποίο μας είναι τελείως ξένο: το ασυνείδητο. Συνεπώς, ο Φρόιντ έχει μία διαισθητική σχέση με την εθνική σκέψη, αν θυμηθεί κανείς ότι, για παράδειγμα, ο Ηράκλειτος είχε αναρωτηθεί, δίνοντας τον καλύτερο εντέλει χαρακτηρισμό του ασυνείδητου, «πώς μπορεί κανείς να κρυφτεί από αυτό που ποτέ δεν κοιμάται;»».

Ως Εβραίος είναι περήφανος για την ιουδαϊκότητά του επειδή ανήκει στον λαό που έδωσε τη Βίβλο, αλλά αποκηρύσσει τον δογματισμό και τη θρησκεία, γεγονός που του επιτρέπει να ξανοίγεται σε διάφορους πολιτισμούς και διαφορετικές θεωρίες. Αναζητεί και μελετά με πάθος τις πηγές, που αποκαλύπτουν ρίζες αρχαίων πολιτισμών. Το γραφείο του στη Βιέννη βρίθει ευρημάτων, που προέρχονται κυρίως από ανασκαφές σε Αίγυπτο και Ελλάδα. Η συλλογή του περιλαμβάνει περί τα 2.500 χιλιάδες κομμάτια, ανάμεσα στα οποία αρκετά φαλλικά σύμβολα από την Πομπηία. Έμπνευσή του, όμως, όπως λέει ο ίδιος στον κύκλο του, είναι μία προτομή του τραγωδού Σοφοκλή, του «πατέρα» του θρυλικού Οιδίποδα.

Εκ των υστέρων, δεκαετίες μετά τη διατύπωση των θεωριών του περί την ανθρώπινη σεξουαλικότητα, οι επιστήμονες θα θεωρήσουν ότι τόσο το ενδιαφέρον του Φρόιντ για το συγκεκριμένο θέμα όσο και η επιμονή του να αναζητά τις απαντήσεις στην κλασική αρχαιότητα, προέκυψαν ως αποτέλεσμα της αρχαιολογικής τρέλας του 18ου αιώνα. Νωρίτερα, οι ανασκαφές σε Πομπηία και Ηράκλεια (Herculaneum) στη Νάπολη είχαν φέρει στο φως εκατοντάδες τεχνουργήματα σεξουαλικής φύσης, φαλλούς και ερμαφρόδιτες μορφές, ευρήματα που αν μη τι άλλο φανέρωναν την έμφαση των μακρινών προγόνων στο γενετήσιο ορμέμφυτο.

Έτσι, λοιπόν, ο Φρόιντ, αναζητώντας απαντήσεις στην ανθρώπινη σεξουαλικότητα, θεωρεί ότι αυτή μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή μέσω των μύθων, οι οποίοι είναι πιο κοντά στο ανθρώπινο ασυνείδητο. Οι μύθοι, λέει, μπορούν να περιγράψουν πράγματα άγνωστα στο άτομο για το ίδιο το άτομο. Κάθε μύθος είναι μία εστία γύρω από την οποία πλέκονται πολλές φαντασιώσεις και επιθυμίες μας κι επιπλέον ένας μύθος είναι φορέας στοιχείων συλλογικής μνήμης. Αλλά κάθε μύθος έχει και μία σκοτεινή ζώνη, την οποία διερευνά η ψυχαναλυτική διαδικασία, που δεν στέκεται μόνο στο έκδηλο του μύθου, αλλά και στο λανθάνον και στη σχέση του με το έκδηλο. Για τον Φρόιντ, που μελετά με επιμονή και αφοσίωση την αρχαία ελληνική γραμματεία, η ιδανική δεξαμενή άντλησης μύθων είναι αυτή της αρχαιοελληνικής παράδοσης.

Κατά την Αν. Ποταμιάνου, «ο Φρόιντ, διαλέγοντας τους αρχαιοελληνικούς μύθους του Νάρκισσού και του Οιδίποδα, στην πραγματικότητα μας προτείνει κάποια μορφώματα, τα οποία οργανώνουν την ψυχική μας ζωή. Με τη… βοήθεια του Νάρκισσου, που άφησε τον εαυτό του να πεθάνει, θαυμάζοντας την εικόνα του, παρουσιάζει δύο πορείες, που θα μπορούσαμε να ακολουθήσουμε. Η μία είναι μέσα από τον εαυτό μας να προχωρήσουμε σιγά σιγά σε σχέσεις αναγνώρισης του άλλου, του διαφορετικού και να φτάσουμε τελικά στην αναγνώριση της δικής μας διαφορετικότητας, στην αμφισεξουαλικότητά μας κ.λπ. Η άλλη πορεία είναι να σπάσουμε τις γέφυρες με τον έξω κόσμο και να απασχοληθούμε μόνο με τον εαυτό μας, αρνούμενοι και απομακρύνοντας την εξωτερική πραγματικότητα, οπότε να γίνουμε έρμαια αυτής της εσωτερικής αυτοκαταστροφικής ώσης, που ο Φρόιντ ονομάζει «ορμή του θανάτου»».

Για, δε, τον μύθο του Οιδίποδα, ο Φρόιντ τον επιλέγει ως μόρφωμα μέσα από το οποίο δείχνει ότι τελικά η ψυχική ζωή του ανθρώπου έχει ανάγκη από ορισμένες κεντρικές αναπαραστάσεις, που να του δίνουν την έννοια της διαφοράς των γενεών, των φύλων, του πώς λειτουργεί -ή δεν λειτουργεί- ο νόμος σε σχέση με την ύβρι.

Στην εξέλιξη της θεωρίας του, εκτιμά ότι το άτομο διακατέχεται από σεξουαλικές και επιθετικές ενορμήσεις, οι οποίες το ωθούν σε αντικοινωνικές πράξεις. Όταν εκδίδει την πραγματεία του με τίτλο «Ο πολιτισμός ως πηγή δυστυχίας» ξεσηκώνει θύελλα αντιδράσεων. Υποστηρίζει ότι τα πολιτισμικά και επιστημονικά επιτεύγματα της ανθρωπότητας είναι αποτελέσματα της σεξουαλικής καταπίεσης του ανθρώπου. Εξαιτίας των πιέσεων εκ μέρους της κοινωνίας και του υπερεγώ (της εσωτερικευμένης διάστασης των κοινωνιών κανόνων), ο άνθρωπος αναγκάζεται να καταπιεστεί για το γενικό καλό. Ως εκ τούτου, ο πολιτισμός μπορεί και εξακολουθεί να υπάρχει μόνο με τον εξορθολογισμό και την καταπίεση των ενστίκτων.

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΤΙΔΑ ΤΗΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ!

Βέβαια, η σχέση του επιστήμονα με το αρχαιοελληνικό στίγμα δεν περιορίζεται στα δύο εμβληματικά πρόσωπα της ελληνικής μυθολογίας (Νάρκισσος – Οιδίποδας), που δανείζεται για να θεμελιώσει τη θεωρία του. Από καιρό μελετά το βασικό ερώτημα των αρχαίων Ιώνων φιλοσόφων: πώς προέκυψε ο κόσμος από το σύμπαν, πώς δηλαδή από το χάος βρεθήκαμε σε έναν κόσμο οργανωμένο με τάξη και νόμους. Πάνω σε αυτό το ίδιο ερώτημα θα στηρίξει την επιστημονική αντίληψή του για τη γέννηση των όντων: πώς ένα παιδί ξεκινάει από το σημείο, που δεν γνωρίζει τη μητέρα του και δεν ξεχωρίζει το «εγώ» (αυτό δηλαδή που ονομάζουμε συνείδηση του εαυτού μας) από το «μη εγώ» (δηλαδή τον υπόλοιπο κόσμο), να προχωρά στην κατάκτηση διαφόρων προσωπικών διαδικασιών, που να του επιτρέπουν να διαφοροποιείται, έχοντας στο μεταξύ εσωτερικεύσει τον προσδιορισμό ορισμένων αξιών, που προέρχονται από ταυτίσεις με τους γονείς και άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντός του.

Το δέος του για τη σκέψη των αρχαίων Ελλήνων και ο θαυμασμός του για τα επιτεύγματά τους, τον κρατούν διαρκώς δεμένο με τον τόπο, που δεν έχει ακόμα καταφέρει να επισκεφθεί. Έως το φθινόπωρο του 1904, που μετράει ήδη 48 χρόνια της ζωής του.

Αυτόν τον Σεπτέμβριο, επιτέλους, εδώ πάνω στην Ακρόπολη, θα βιώσει μία εμπειρία, την οποία θα «τολμήσει» να περιγράψει μόνον 32 χρόνια αργότερα (!) σε ένα κείμενο που θα τιτλοφορείται «Μία διαταραχή της μνήμης πάνω στην Ακρόπολη». Το κείμενο θα απευθύνεται στον Γάλλο δοκιμιογράφο και ιστορικό της τέχνης Ρομέν Ρολλάν (Romain Rolland) και θα συμπεριληφθεί σε έναν τιμητικό τόμο για 70ά γενέθλιά του. Όπως προσπαθεί να εξηγήσει ο ίδιος ο Φρόιντ στον Γάλλο φίλο του, εκείνη η επίσκεψη στην Ακρόπολη τον έκανε να νιώσει μία παροδική παραίσθηση ή ίσως ένα όνειρο, έναν «αλλόκοτο και ανεξήγητο ακόμη διχασμό προσωπικότητας». Στην αρχή θα μονολογήσει «ώστε, λοιπόν, αυτά υπάρχουν πραγματικά έτσι όπως τα μάθαμε στο σχολείο!» κι αργότερα δεν θα πιστεύει στις αισθήσεις του… «βρίσκομαι πάνω στην Ακρόπολη, μόνο που δεν μπορώ να το πιστέψω». Στο τέλος «όχι, αυτό που βλέπω εδώ δεν είναι πραγματικό»!

«Αποδίδοντας πια αποφασιστική σημασία στο συμβάν του 1904, που τον στοιχειώνει για χρόνια, ο Φρόιντ το 1936, το αντιλαμβάνεται κυρίως σαν μία διαμάχη μεταξύ παρουσίας και απουσίας» θα ερμηνεύσει ο διδάκτωρ Πολιτικής Φιλοσοφίας και Ιστορίας των Ιδεών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και επί τριετία επιστημονικός συνεργάτης της Ακαδημίας Αθηνών, Ηλίας Παπαγιαννόπουλος.

«Η Ακρόπολη της Αθήνας, στην Ελλάδα, είναι ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους του κόσμου. Στην πορεία του χρόνου, υπήρξε φρούριο, θρησκευτικό κέντρο και πολύτιμο μνημείο που συνδέεται έντονα με τις έννοιες πολιτισμός, ομορφιά και αιωνιότητα. Ο Sigmund Freud, το 1904, ήταν ήδη σε ώριμη ηλικία όταν ταξίδεψε στην Αθήνα για πρώτη και τελευταία φορά, συνοδευόμενος από τον μικρότερο αδερφό του, Αλέξανδρο. Όταν έφτασε στην κορυφή του βράχου, ατενίζοντας τη θάλασσα, ένιωσε το αίσθημα έκπληξης και δυσπιστίας που τον μπερδεύει για δεκαετίες. Το 1936, έγραψε για την εμπειρία του σε μια ανοιχτή επιστολή προς τον Γάλλο συγγραφέα Romain Rolland. Το κείμενο, με τίτλο «A Disturbance of Memory on the Acropolis», θεωρείται πλέον σημείο αναφοράς» προλογίζει το Μουσείο Φρόιντ, στο Λονδίνο, την έκθεση «Tracing Freud on the Acropolis» (Ιχνηλατώντας τον Φρόιντ στην Ακρόπολη), που εγκαινιάστηκε τον Ιούλιο και θα λειτουργεί έως τις 7 Ιανουαρίου του 2024, υπό την επιμέλεια της Μαρίνας Μανιαδάκη και τη φροντίδα του Μουσείου Ακρόπολης, της Ελληνικής Εταιρείας Ψυχανάλυσης και Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας και του Ινστιτούτου Ψηφιακής Αρχαιολογίας.

Έχει μελετήσει πολύ και έχει πειραματιστεί, ακόμη και πάνω στον εαυτό του, προσπαθώντας να φωτίσει τις ανεξερεύνητες ζώνες του ανθρώπινου μυαλού. Ενδεικτικός είναι ο εθισμός του στην κοκαΐνη, την οποία ξεκινά, αναζητώντας τα αίτια θανάτου του αγαπημένου φίλου του, νεαρού φυσιολόγου Ernst von Fleischl-Marxow. Ο νεαρός ήταν ήδη εθισμένος στη μορφίνη και ο Φρόιντ προσπάθησε να τον αποσπάσει χορηγώντας του κοκαΐνη, αγνοώντας τις εθιστικές ιδιότητές της. Εκείνη την εποχή, στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αι., η κοκαΐνη διαφημιζόταν ως θαυματουργό φάρμακο, ως πανάκεια, και ο Φρόιντ, εκτός από την εφαρμογή στον φίλο του, αποφάσισε να τη χρησιμοποιήσει και στον εαυτό του για να αντιμετωπίσει την κατάθλιψή του. Τα αποτελέσματα διέψευσαν τις προσδοκίες… Τρεις δεκαετίες μετά τον θάνατο του φίλου του και τη διακοπή της κοκαΐνης από τον ίδιο, ο Φρόιντ δημοσιεύει πως «η μελέτη για την κόκα ήταν μια αλλοτρίωση – μια άσκοπη επιδίωξη που αποσπά την προσοχή από σοβαρές ευθύνες – την οποία ανυπομονούσα να ολοκληρώσω» και δεν αναφέρεται ξανά στο θέμα.

Ύστερα από μία περιπετειώδη επιστημονική ερευνητική πορεία, για την οποία ενθαρρύνεται και εμπνέεται από την αγαπημένη σύζυγό του, Μάρθα, και τα έξι παιδιά τους, ο Φρόιντ δέχεται το ανελέητο χτύπημα της αρρώστιας. Ο καρκίνος πλήττει τη γνάθο του, προκαλώντας του για αρχή σοβαρά προβλήματα στην ομιλία. Ο Β΄ΠΠ σαρώνει, η κατάληψη και προσάρτηση της Αυστρίας στο Γ΄ Ράιχ είναι γεγονός και ο Εβραίος Φρόιντ ζει ήδη στο Λονδίνο, όπου έχει διαφύγει για να γλυτώσει. Στο πλάι του, φίλο και ακοίμητο φρουρό, έχει πάντα τον προσωπικό γιατρό του, Μαξ Σουρ (Max Schur), από τον οποίο ο Φρόιντ -σε ανύποπτο χρόνο- έχει ζητήσει «υποβοήθηση σε ανακούφιση». «Υποσχέσου μου ότι όταν έρθει εκείνη η ώρα, κι εγώ δεν θα έχω πλέον μέλλον στη ζωή, δεν θα τους αφήσεις να με βασανίζουν» του λέει και αποσπά την υπόσχεση που θέλει. Τώρα, ύστερα από δεκάδες αποτυχημένες επεμβάσεις, ο Φρόιντ υπενθυμίζει στον φίλο του εκείνη την υπόσχεση.

84 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ

Σαν σήμερα, 23 Σεπτεμβρίου, το 1939, ο Σουρ υλοποιεί τη δέσμευσή του χορηγώντας στον φίλο του μία διπλή δόση μορφίνης. Ο Φρόιντ περνά στην ιστορία. Κατά δική του επιθυμία, το σώμα του αποτεφρώνεται. Τη διαδικασία αναλαμβάνει το Golders Green Crematorium στο βόρειο τμήμα του Λονδίνου. Η οικογένειά του τοποθετεί την τέφρα στο πιο αγαπημένο κομμάτι της συλλογής του. Σε έναν αρχαιοελληνικό μελανόμορφο κρατήρα του 4ου αι. π.Χ., με αναπαραστάσεις από διονυσιακή γιορτή, που του είχε δωρίσει κάποτε η εγγονή του Ναπολέοντα, πριγκίπισσα Μαρία Βοναπάρτη, γνωρίζοντας την εμμονή του με τις ελληνικές αρχαιότητες. «Κρίμα να μη μπορεί κανείς να πάρει αυτό το αγγείο στον τάφο του» της είχε πει τότε ο Φρόιντ… Ο γιος του, Ερνστ, σχεδιάζει μία βάση, πάνω στην οποία τοποθετεί την τεφροδόχο, η οποία πλέον είναι επισκέψιμη από κάθε ενδιαφερόμενο. Το 1951, στα 90 της χρόνια, αφήνει την τελευταία πνοή της και η σύζυγος του Φρόιντ, Μάρθα. Τα παιδιά τους αποτεφρώνουν το σώμα της μητέρας τους και ρίχνουν την τέφρα στο αγγείο, όπου «αναπαύεται» και ο πατέρας τους, ώστε σε μία μεταφυσική θεώρηση να ξανασυναντηθούν οι δυο τους στην άλλη ζωή… Την Πρωτοχρονιά του 2014 θα επιχειρηθεί, ανεπιτυχώς, κλοπή της τεφροδόχου από το κρεματόριο του Λονδίνου. Το αγγείο θα υποστεί σοβαρή βλάβη, η οποία όμως θα αποκατασταθεί. Έκτοτε, ο χώρος, όπου εκτίθεται για τους επισκέπτες, θα τεθεί σε φύλαξη.

Έναν αιώνα μετά τη δράση του πατέρα της ψυχανάλυσης και καθώς, στο μεταξύ, η επιστήμη βαδίζει σε νέους δρόμους, οι «επίγονοί» του αποφαίνονται πως ο Φρόιντ έκανε πολλά πράγματα λάθος. Στην πραγματικότητα, λένε, έκανε σχεδόν τα πάντα λάθος. Το θέμα είναι ότι παρ’ όλα τα λάθη, η βοήθειά του στην ανάπτυξη του σύγχρονου τομέα της ψυχολογίας ήταν καθοριστική, δείχνοντας τα σημεία επαφής της συμπεριφοράς του ατόμου με την προσωπικότητα και τις παιδικές εμπειρίες του, ταυτόχρονα με τη συνδρομή άλλων ασυνείδητων ή υποσυνείδητων μηχανισμών. Η ψυχολογία θα του χρωστάει πάντα και οι υπηρέτες της θα έχουν ως μπούσουλα τη ρήση του «πατέρα» τους: «Η ψυχανάλυση είναι η τέχνη του να διδάσκεις στον άνθρωπο να στηρίζεται στα πόδια του, ενώ αυτός είναι ξαπλωμένος στον καναπέ…».

ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ

– An Anatomy of Addiction: Sigmund Freud, William Halsted, and the Miracle Drug, Cocaine Paperback, Howard Markel (USA, 2012)

– Freud Collections in the Library of Congress, USA, Washington

– «Ο Φρόυντ στην Ακρόπολη – Μία ατοπογραφία», Ηλίας Παπαγιαννόπουλος (Εκδ. ΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΗ, 2019)

– «Μαρία Βοναπάρτη, πρόσωπο της ιστορίας και της ψυχανάλυσης – Συλλογικό έργο», Αν. Ποταμιάνου (Κέδρος, 2006)

– «Freud: Living and Dying», Max Schur (International Universities Press, 1972)

– Μουσείο Freud, Λονδίνο

– Αρχείο ΕΡΤ, εκπομπή ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ

– «Η ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΤΟΥ ΦΟΝΟΥ – Ένα αίνιγμα για τον Φρόιντ», Jed Rubenfeld (Εκδ. Λιβάνη, 2007)



Κατηγορίες:ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Ετικέτες: , , ,

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.