O οικονομολόγος John Maynard Keynes είχε προβλέψει [Economic Possibilities for Our Grandchildren] πως μέχρι το 2030 θα εργαζόμαστε όλοι μόνο δεκαπέντε ώρες την εβδομάδα. Η ευημερία μας θα εκτινασσόταν στα ύψη και ότι θα ανταλλάσσαμε ένα μεγάλο μέρος του πλούτου μας με ελεύθερο χρόνο.
Στην πραγματικότητα, δε συνέβη τίποτε απολύτως από αυτά. Η ευημερία μας αυξήθηκε πολύ περισσότερο, αλλά δεν έχουμε πολύ ελεύθερο χρόνο. Ακριβώς το αντίθετο. Όλοι εργαζόμαστε πιο σκληρά από κάθε άλλη φορά. Ο ελεύθερος χρόνος θυσιάστηκε στον βωμό του καταναλωτισμού. Αυτό ο Keynes σίγουρα δεν το είχε προβλέψει. Ο David Graeber ένας Αμερικανός ανθρωπολόγος στο London School of Economics και αναρχικός, πριν από χρόνια έγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο που επέρριπτε τις ευθύνες όχι στα πράγματα που αγοράζουμε, αλλά στη δουλειά που κάνουμε.
Σύμφωνα με τον Graeber αναρίθμητοι άνθρωποι περνούν ολόκληρη την εργασιακή τους ζωή κάνοντας δουλειές που θεωρούν άνευ ουσίας, δουλειές όπως του τηλεπωλητή, του διευθυντή τμήματος ανθρώπινων πόρων, του υπεύθυνου στρατηγικής, σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, του συμβούλου σε θέματα δημοσίων σχέσεων και πολλές άλλες διοικητικές θέσεις εργασίας σε νοσοκομεία, παιδαγωγικά ινστιτούτα και κυβερνητικά γραφεία. Ο Graeber τις αποκαλεί «άχρηστες εργασίες (bullshit jobs)». Είναι οι δουλειές που ακόμα και αυτοί που τις κάνουν ομολογούν ότι στην ουσία είναι περιττές.
Όταν το εν λόγω άρθρο άρχισε να συζητιέται, ένας διαμεσολαβητής αγοράς και πώλησης μετοχών εξομολογήθηκε: «Προσωπικά, θα προτιμούσα να κάνω κάτι πραγματικά χρήσιμο, αλλά δεν θα μπορούσα να διαχειριστώ την μείωση της αμοιβής μου». Kαι περιέγραψε τον «εντυπωσιακά ταλαντούχο πρώην συμφοιτητή του που έχει διδακτορικό στη Φυσική» και ο οποίος ασχολείται με τεχνολογίες ανίχνευσης καρκίνου και μελαγχολεί όταν σκέφτεται ότι «κερδίζει πολύ λιγότερα από μένα».
Αντί λοιπόν να οδηγηθούμε σε μια μαζική μείωση των ωρών εργασίας που θα απελευθέρωνε τον παγκόσμιο πληθυσμό και θα του επέτρεπε να αφιερωθεί στα δικά του σχέδια, οράματα, απολαύσεις και ιδέες, παρατηρήσαμε αντιθέτως την διόγκωση, όχι μόνο των κλάδων «υπηρεσιών», αλλά και του διοικητικού τομέα, καθώς και την δημιουργία νέων κλάδων όπως οι χρηματιστικές υπηρεσίες, το τηλεμάρκετινγκ, ή την άνευ προηγουμένου ανάπτυξη τομέων όπως το εταιρικό δίκαιο, οι πανεπιστημιακές και υγειονομικές διοικήσεις, οι ανθρώπινοι πόροι ή ακόμα και οι δημόσιες σχέσεις.
Είναι σαν κάποιος να επινοεί περιττές δουλειές, απλά για να συνεχίζει να μας κάνει όλους να δουλεύουμε. Και εδώ βρίσκεται όλο το μυστήριο. Σε ένα καπιταλιστικό σύστημα, είναι αυτό ακριβώς που υποτίθεται ότι δεν πρέπει να συμβαίνει. Στα παλιά και αναποτελεσματικά σοσιαλιστικά κράτη, όπως η ΕΣΣΔ, όπου η απασχόληση θεωρήθηκε δικαίωμα και ιερό καθήκον, το σύστημα δημιουργούσε όσες θέσεις εργασίας χρειαζόταν (αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να υπάρχουν τρία άτομα στα σούπερ μάρκετ για να σου πακετάρουν ένα κομμάτι κρέας). Φυσικά, αυτό ακριβώς είναι το είδος του προβλήματος που υποτίθεται ότι θα λύσει ο ανταγωνισμός της αγοράς. Σύμφωνα με τις οικονομικές θεωρίες, πάντως, το τελευταίο πράγμα που θα έκανε μία εταιρεία που αναζητά το κέρδος θα ήταν να δώσει χρήματα σε υπαλλήλους που δεν θα έπρεπε να πληρώνει. Ωστόσο, αυτό είναι που συμβαίνει κατά κάποιον τρόπο.
Ενώ οι εταιρείες προχωρούν σε αλύπητες εκστρατείες μείωσης εξόδων, οι απολύσεις αυτές αγγίζουν κυρίως την τάξη των ανθρώπων που παράγουν, μετακινούν, επισκευάζουν ή συντηρούν πράγματα· ενώ μέσα από μια παράξενη αλχημεία που κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει, ο αριθμός των ακριβοπληρωμένων «γραφειοκρατών» φαίνεται να διογκώνεται και να καταλήγουν όλο και περισσότεροι υπάλληλοι, όπως οι εργαζόμενοι της πρώην ΕΣΣΔ, να δουλεύουν 40 ή 50 ώρες την εβδομάδα, αλλά με ένα πραγματικά ωφέλιμο χρόνο εργασίας 15 ωρών, ακριβώς όπως το προέβλεπε ο Keynes, καθώς ο υπόλοιπος χρόνος τους συνίσταται στο να διοργανώνουν ή να συμμετέχουν σε παρακινητικά σεμινάρια, να επαναξιολογούν τις αυτοαξιολογήσεις, να ενημερώνουν το προφίλ τους στο Facebook ή να σερφάρουν στο διαδίκτυο. Η απάντηση προφανώς δεν είναι οικονομική: είναι ηθική και πολιτική (… διαβάστε το άρθρο του David Graeber ΕΔΩ: On the Phenomenon of Bullshit Jobs: A Work Rant] ή ΕΔΩ: Σχετικά με το φαινόμενο των ηλίθιων επαγγελμάτων)
Σ’ αυτές τις bullshit jobs αναφέρεται και ο αρθρογράφος της Καθημερινής Μιχάλης Τσινστίνης, με αφορμή την βραβευμένη με Όσκαρ ταινία «Nomadland «
Νομάδες και εγκατεστημένοι
H Φερν δεν λυπάται. Δεν ντρέπεται που μένει σε ένα βαν, ακόμη κι όταν οι άλλοι –παλιοί φίλοι και συγγενείς– φαίνεται καμιά φορά να ντρέπονται για εκείνη. Η ηρωίδα που ενσαρκώνει η Φράνσις Μακ Ντόρμαντ στο «Nomadland» –την ταινία που βραβεύτηκε ως καλύτερη της χρονιάς στα Οσκαρ– υπερασπίζεται την επιλογή της να ζει στο αυτοκίνητό της. «No, I’m not homeless. I’m just houseless», λέει. Ασπιτη. Οχι άστεγη.
Το λίγο εισόδημα της Φερν προέρχεται από δουλειές σκληρές και κακοπληρωμένες – σε μια αποθήκη της Amazon, σε μια κατασκήνωση, στη συγκομιδή παντζαριών. Ομως, η αέναη περιπλάνηση μοιάζει να έχει για εκείνη μεγαλύτερη αξία από τον αποκατεστημένο και εγκατεστημένο βίο της μισθωτής εργασίας. Αεργη. Οχι άμοιρη.
Το φιλμ εξιδανικεύει τους ήρωές του. Δεν τους δείχνει περιθωριακούς. Τους δείχνει άγιους και σαλούς, εραστές της φύσης και της ποίησης (η Φερν καθαρίζει τουαλέτες και μετά απαγγέλλει Σαίξπηρ) που μπορεί να τους ξέβρασε η κρίση του 2008, αλλά εκείνοι βρήκαν τη γαλήνη στις ερήμους. Και κατοικούν σε μιαν ανέστια κοινότητα με τους άλλους νομάδες – άγνωστοι, αλλά σύντροφοι στις δοκιμασίες της περιπλάνησης.
Πίσω από αυτή την καλοσερβιρισμένη ρομαντική κοινοτοπία, η ταινία υποβάλλει ένα παλιό, αλλά όχι ξεθυμασμένο ερώτημα: Μήπως αυτή η ζωή, της άκακης αλητείας, δεν είναι μόνο η μοιραία παρακμή των αποβλήτων; Μήπως είναι και μια αξιοπρεπής άρνηση της καθηλωμένης ζωής; Μήπως είναι η υγιής απόρριψη των όρων επιβίωσης –βλέπε και εργασίας– που προτείνονται στον τελευταίο κρίκο της τροφικής αλυσίδας;
Οι δουλειές που η Φερν νιώθει, παρά την πενία της, την άνεση να περιφρονεί είναι shit jobs. Ομως το δίλημμα –άπορη ανία ή αμειβόμενη καθήλωση– δεν αφορά μόνο τους πληβείους. Αφορά και τα μεσαία στρώματα της αγοράς εργασίας, όπου πολλές από τις θέσεις εργασίας είναι αυτό που ο ανθρωπολόγος David Graeber είχε ονομάσει bullshit jobs: δουλειές που είναι τόσο άσκοπες και περιττές, ώστε ακόμη και ο ίδιος ο εργαζόμενος κρυφοπιστεύει ότι δεν θα έπρεπε καν να υπάρχουν. Αυτές οι θέσεις εργασίας μπορεί να εξασφαλίζουν ικανοποιητικές αμοιβές. Το αντάλλαγμα όμως είναι ένας αφόρητα ανόητος εργασιακός βίος, ενίοτε καμουφλαρισμένος με φαντεζί γραφειοκρατικούς τίτλους.
Η πανδημία έδειξε οξύτερα την ανοησία στην εργασία. Την απέκοψε από την κοινωνική ρουτίνα του γραφείου, εξοβελίζοντάς τη στα παράθυρα της τηλεσύσκεψης – εκεί όπου η ματαιότητα του αντικειμένου απομένει γυμνή.
Δηλαδή; Τι πρέπει να κάνουμε μετά την πανδημία; Να πάρουμε τα βουνά; Να κυνηγάμε, όπως η Φερν, τα ηλιοβασιλέματα στην αχανή Αμερική;
Ο Graeber, λίγο πριν πεθάνει –τον Σεπτέμβριο του 2020– είχε μια ουτοπική επιφοίτηση. Ονειρεύτηκε ότι τα γυάλινα κτίρια που στέγαζαν τις bullshit jobs και ερήμωσαν στην καραντίνα, θα μείνουν και μετά έρημα. Θα αδειάσουν, μέχρι να γίνουν όπως τα παλιά εργοστάσια στις αποβιομηχανοποιημένες μητροπόλεις: μουσεία, μπαρ, γκαλερί, σύγχρονες κατοικίες. Χώροι δημιουργίας και όχι νευρικής ανίας.
Κατηγορίες:ΣΙΝΕΜΑ
Σχολιάστε