Και πρώτο: απ’ όλες τες μεριές, δεξιά, ζερβά, από πάνου
Και προς το βάθος, τέρμονες για μας δεν έχει ο κόσμος,
Καθώς εγώ σου εδίδαξα, και το φωνάζουν τα ίδια
Τα πράματα, και του άπατου του τόπου η φύση δείχνει,
Γι’ αυτό δεν πρέπει βολετό να στοχαστείς καθόλου
Πως, όντως άδειο κι άπειρο το διάστημα απ’ ολούθε
Κι αρίφνητα τα σπέρματα που πέτονται στον τόπο
Τον άπατο πολύτροπα, γιατί τα συνταράζει
Ένα αναιώνιο κίνημα, μονάχα η σφαίρα τούτη
Της γης και τούτος ο ουρανός πλαστήκαν, και της ύλης
Τ’ άλλα τα τόσα σώματα παρέξω δεν δουλεύουν.
Και μάλιστα αφού εσύστησαν τούτον τον κόσμο η φύση
Και των πραμάτων οι σπορές αυτόματα, της τύχης,
Γιατί σε τρόπους διάφορους εκρούονταν κι’ εσμίξαν
Χωρίς αιτία, χωρίς σκοπό, χωρίς κανένα λόγο,
Και τέλος άξαφνα ένωσαν εκείνα τα στοιχεία
Που των πραμάτων των τρανών αρχές για πάντα θά’ταν:
Της γης, του πέλαου, τ’ ουρανού και κάθε ζώου που υπάρχει.
Λοιπόν γι’ αυτό θ’ αναγκαστείς να ομολογήσεις, λέγω,
Πως βέβαια βρίσκεται κι αλλού τέτοια της ύλης σμίξη,
Όμοια μ’ αυτήν που αχόρταγα την αγκαλιάζει ο αιθέρας.
Κι απέκει αφού είνε πρόχειρο μεγάλο πλήθος ύλης
Και υπάρχει τόπος αδεινός και δεν υπάρχει κι όλας
Κανένα πράμα, ούτε αφορμή καμία που να μποδίζουν,
Πράματα θένα πλάθονται και θα γεννιώνται βέβαια.
Και τώρα, αν τόσο αρίφνητα τα πρώτα σπέρματα είνε,
Που να μη φτάνει ολάκερη των ζωντανών η ζήση
Να τα μετρήσει, κ’ επειδή θά ‘χουν εκείνα πάντα
Την ίδια φύση, που γι’ αυτό θε να μπορούν αντάμα
Να συνταχτούν τα σπέρματα τα πρώτα, σ’ όμοιον τρόπο
Καθώς κ’ εδώ συνάχτηκαν, πρέπει να ομολογήσεις
Πως σφαίρες κι άλλες γήινες υπάρχουν σ’ άλλα μέρη,
Και γένη ανθρώπινα πολλά και άλλων λογιών θηρία.
Και σμίξε πως μονάκριβο στον κόσμο δεν υπάρχει
Τίποτα που να γίνηκε μονό και που ν’ αξαίνει
Μονάχο, αφού το κάθε τι σε μια σειρά γεννιέται,
Και στο ίδιο γένος άπειρα παρόμοια πάντα υπάρχουν.
Και πρώτο απ’ όλα θε να βρεις, ω ξακουστέ μου Μέμμιε,
Τέτοιο το γένος των θεριών, που κατοικούν στα όρη,
Ανάμεσα στα ζωντανά, και τέτοιο των ανθρώπων
Το σόι, και τέτοια τα βουβά κοπάδια πώχουν λέπια,
Και τέλος των πετούμεων τα σώματα. Για τούτο
Πρέπει να ομολογήσουμε πως ακριβά δεν είνε,
Στον ίδιο τρόπο η θάλασσα, κ’ η γη, και το φεγγάρι,
Κι ο ήλιος και τα επίλοιπα που βρίσκονται στον κόσμο,
Μα πως αντίς αμέτρητα στον αριθμό τους είνε,
Αφού ένας τέρμονας βαθιά μπηγμένος σημαδεύει
Ως και γι΄αυτά τον τελειωμό της ζήσης τους κι αφού είναι
Και το κορμί τους γεννητό καθώς του κάθε γένους
Πού ‘νε στης γης φυλή φυλή άφτονο στα άτομά του.
Λουκρήτιος, De Rerum Na tura (Περί φύσεως), Βιβλίο Δεύτερο, μετάφραση Κωνσταντίνου Θεοτόκη
Ο Τίτος Λουκρήτιος Κάρος (94 π.Χ. – 55 π.Χ.) ήταν Ρωμαίος ποιητής και φιλόσοφος. Το μόνο γνωστό του έργο είναι το εκτενές φιλοσοφικό ποίημα De rerum natura («Περί της φύσεως των πραγμάτων»), 7.415 στίχων με επικούρεια θεματολογία. Παρότι η άνθιση του λατινικού εξάμετρου συνήθως αποδίδεται στον Βιργίλιο, είναι αναμφισβήτητη η επίδραση του De Rerum Natura στον τελευταίο και σε άλλους, μεταγενέστερους ποιητές. Είναι επίσης σημαντικό για το ρόλο που έπαιξε στη μετάδοση των ελληνικών φιλοσοφικών ιδεών και στην εκλέπτυνση της λατινικής γλώσσας.
Η διάσωση όλων των κειμένων του ποιήματος είναι αξιοσημείωτο γεγονός, δεδομένης της εχθρότητας της χριστιανικής Εκκλησίας, η οποία και ήταν το μόνο μέσο μετάδοσης για λατινικά κείμενα σχετικά με τον Λουκρήτιο και τον Επίκουρο. Παρά ταύτα, τα διασωθέντα κείμενα είναι συνήθως παραποιημένα και έχουν γίνει επίπονες προσπάθειες για την αποκατάστασή τους.
Ο στόχος του έργου ήταν να απαλλάξει το νου των ανθρώπων από την προκατάληψη και το φόβο του θανάτου. Για να το πετύχει αυτό αναπτύσσει διεξοδικά τις θέσεις του Επίκουρου, τον οποίον και αποθεώνει. Ο Λουκρήτιος εκφράζει σε προσεγμένα κλασικά λατινικά τις επικούρειες απόψεις του για τη μεταφυσική, την υλιστική ατομική θεωρία και, γενικότερα, την υπεροχή των φυσικών φαινομένων ως κεντρικής ερμηνείας της λειτουργίας του κόσμου. Ο Λουκρήτιος αντιπαθούσε και έβλεπε ως αβάσιμη τη δεισιδαιμονία καθώς δεν πίστευε ότι το Σύμπαν κυβερνάται από θεϊκές παρεμβάσεις ή υπερφυσικές δυνάμεις, όπως θεωρούσε η πλειονότητα των ανθρώπων του καιρού του. Ο θάνατος για τον Λουκρήτιο δεν ήταν εγγενώς ούτε καλός ούτε κακός, μόνο μία απόλυτη παύση της ύπαρξης, και ο φόβος του θανάτου δεν ήταν παρά μία προβολή επίγειων, καθημερινών φόβων.
el.wikipedia.org
Κατηγορίες:ΕΞΩΓΗΙΝΗ ΖΩΗ, ΕΞΩΠΛΑΝΗΤΕΣ, ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΣΥΜΠΑΝ
Σχολιάστε