Γνωρίζουμε ερωτώντας. Δηλαδή ερώντας. Κάθε καλοπροαίρετη ερώτηση είναι ένα ερωτικό τολμηρό πλησίασμα1. (Η μη απάντηση είναι προσβολή, χειρότερη από την απόρριψη των ερωτικών διαθέσεων). Όπως ο ερωτών έχει ήδη πάρει απάντηση από τον τρόπο που διατύπωσε την ερώτησή του, έτσι και ο ερών έχει προκαθορίσει την έκβαση του έρωτά του από τον τρόπο που τον εξέφρασε.
Αυτό θα εξηγούσε και τα καθαρά ερωτικά στοιχεία της σχέσης των πρώτων Χριστιανών και των Μυστικών του μεσαίωνα, προς τον Ιησού («έρωτά μου» τον αποκαλεί η «Αγία Θηρεσία της Άβιλλα»4, κλπ)
Στον ελληνικό χώρο ο Έρωτας διατηρεί έντονα τις γέφυρές του προς το Λογικό:
Ο Ρωμανός ο Μελωδός αποκαλεί την Παναγία, την ενσαρκώτρια – κατ’ αυτόν – της Αγάπης «πυρίμορφο όχημα του Λόγου».
Ο Άγγελος Σικελιανός, έχοντας επίγνωση των βαθύτερων ομοιοτήτων του Ιησού με τον Διγενή Ακρίτα5, και των δυο με τον Ηρακλή6 και τον Προμηθέα7 – θυμίζουμε ότι ο Τιτάνας χάρισε στους ανθρώπους όχι μόνο τη Φωτιά και τα Φώτα αλλά και το αλφάβητο και τους αριθμούς, συνδυασμό που αποκαλεί μνήμην απάντων (στίχος 461), δηλαδή όργανο διαύγειας και σαφήνειας – στην τραγωδία του «Ο Χριστός στη Ρώμη», γράφει:
Τον Λόγο μόνο να τον πιάσετε από τη ρίζα
Και τ’ άλλα όλα είναι παραμίλημα8 του κόσμου
Ο Λόγος είναι το αντίθετο από το παραλήρημα (παραμίλημα) όπως η τάξη από την αταξία9. Το Μήνυμα από τα «παράσιτα» θόρυβο (noise στη σημερινή θεωρία των πληροφοριών). Η ζωή από τον θάνατο. Ο κόσμος απ’ το χάος.
Κόσμος είναι το οργανωμένο σύνολο, το αντίθετο του Χάους. Η ορατή έκφραση του αφανούς Λόγου των πραγμάτων, της κρυμμένης Λογικής. Γι’ αυτό και η έννοια του Καθολικού Λόγου ταυτίζεται στον Ηράκλειτο και τους Στωικούς, με την δημιουργική του παντός υπόστατη δύναμη, τον «Θεό».
Ο Λόγος διατρέχει δια μέσου όλης της ύλης. Τόσο σαν Νόμος, σαν το σύνολο των φυσικών Νόμων, όσο και σαν κινητήρια δύναμη της ζωής και του κόσμου, σαν Λόγος σπερματικός. Ο Λόγος γονιμοποιεί την «άποιον ύλη» (την ύλη που δεν έχει καμιά ποιότητα σαν σπέρμα10)…..
Αναγνωρίζοντας σ’ αυτές τις αντιλήψεις την βασική αρχή των Ελλήνων, την πρωταρχία του λόγου, δηλαδή την κυριαρχική του λειτουργία στο Σύμπαν11. Ο Φρόυντ θα συμφωνούσε με την προτροπή του Ηράκλειτου ή ή των Στωικών, να ζει ο άνθρωπος με πλήρη επίγνωση του εαυτού του και της ζωής του, δηλαδή σε συνεχής ομολογία με τον λόγο (ομολογουμένως ζην). Τέτοιοι άνθρωποι είναι ενάρετοι και συνδέονται όλοι φιλικά μεταξύ τους, επειδή είναι Λογικά όντα12. («Συγγενές παν το λογικόν»), έστω και να δεν γνωρίζονται.12
Με τις σημερινές γνώσεις της βιολογίας για την έλλογη (πληροφοριακή) φύση της ζωής, βλέπουμε την Στωική αντίληψη για την ενότητα όλων των (ζωντανών) πλασμάτων (διότι όλα είναι γεννήματα του Λόγου), να δικαιώνεται θριαμβικά. (Η σύγχρονη Οικολογία13 βασίζεται ακριβώς πάνω σ’ αυτό).
Η ζωή σαν Λόγος. Ο Λόγος που ενσαρκώθηκε. Οι πιο προχωρημένες θέσεις της σύγχρονης βιολογίας (η αντίληψη της ζωής σαν πολυπλοκότητα οργάνωσης) ενσωματωμένες στο καθημερινό λεξιλόγιο του λαού!
Και σήμερα, όταν πεθαίνει ένας Έλληνας, η ευχή ζωή σε λόγου μας δείχνει ξεκάθαρα ότι ταυτίζουμε τη ζωή μας, την ύπαρξή μας, με τον «Παγκόσμιο Λόγο» που εκφράζεται σαν Ζωή των ζωντανών όντων.
Αυτό μας θυμίζει την πράξη του Τιτάνα, που δεν ήταν κύρια το ότι χάρισε τη φωτιά στους ανθρώπους, αλλά το ότι: τους έκανε λογικούς!14 Πως; Απαλλάσσοντάς τους από τη σύγχυση (το παραμιλητό που λέει ο Σικελιανός ή την ασυνεννοησία της Βαβέλ της Βίβλου) [Προμηθέας Δεσμώτης, 442-453]. Διότι, όπως είδαμε, ο ευεργέτης της ανθρωπότητας της δίνει τους αριθμούς και την γραφή, το αλφάβητο. Ένα συνδυασμό που αποκαλεί (στίχος 461) μνήμην απάντων και όργανο του δημιουργικού πνεύματος.
Η μνήμη απάντων είναι η συλλογική μνήμη, η μνήμη του πολιτισμού, που πλάτυνε απότομα και αποφασιστικά με την επινόηση της γραφής. (Και, μετά, της τυπογραφίας και, σήμερα , της ηλεκτρονικής αποθήκευσης των πληροφοριών). Είναι η κατάργηση της λήθης. Είναι η α-λήθεια.
Η πιο εκρηκτικά απελευθερωτική έννοια που υπάρχει. Η αστείρευτη πηγή έμπνευσης όλων των χειραφετητικών στοχαστών και πνευμάτων.
Σημειώσεις
1. Κάθε σωστή καίρια απάντηση είναι ανακουφιστική. Ενώ κάθε ψευτο απάντηση τυραννάει. Κι όπως οι συνεχείς ερωτήσεις είναι ένα μέσο εξουσιασμού, τέτοιο μέσο μοιάζει να ‘ναι η καρικατούρα του έρωτα που εκφράζεται στη ζηλοτυπία. (Για περισσότερα δες: Ελίας Καννέτι, Μάζα και Εξουσία, εκδ. Ηριδανός). Και στις δυο περιπτώσεις υπάρχει μια ανικανοποίητη αναζήτηση, μια αναζήτηση.
2. Όλη η ιστορία-μύθευμα του «προπατορικού αμαρτήματος» αυτό δεν δείχνει; Τη δικαίωση κάποιας συσχέτισης γνώσης και θανάτου προς την παραληρητική τους ταύτιση! Με όλες τις άλλες έννοιες τείνουμε να πιστέψουμε ότι οι πρωτόπλαστοι ήσαν η ιουδαϊκή εκδοχή του Προμηθέα, του θεϊκού αυτού ανυπάκουου ιππότη, και ότι καλά έκαναν και παρέβησαν τις εντολές του μισότρελου Γέρου που ουρλιάζει σ’ όλη την Παλαιά Διαθήκη ζητώντας αίμα. (Ο Γιαχβέ σαν κακή εκδοχή του Δία). Το κατοπινό άγριο κυνηγητό και ο εξολοθρεμός των Γνωστικών που υποστήριξαν αντίθετα, την ταύτιση του Έρωτα με τη Σοφία, δείχνει το αντιπνευματικό μίσος του Ιουδαϊσμού που επικράτησε, δυστυχώς, και μ΄σα στον Χριστιανισμό, «εισβάλλοντας» σ’ αυτόν μέσα από φανατικούς τύπου Παύλου. Που εγκωμιάζει τη μωρία σαν σωτηριολογικό όχημα! Ο καγχασμός του Έρασμου στο περίφημό του Εγκώμιο στη μωρία θίγει έμμεσα και τον οργανωτή της κατοπινής θρησκείας.
3. Scritti Litterarii (Λογοτεχνικά γραπτά – υπό τύπον αφορισμών, άγνωστο πότε ακριβώς τα έγραψε)
4. Βλ. Ευ. Πλατή: Το ερωτικό στοιχείο στο Μυστικισμό, Αθήνα, 1964.
5. Ότι ο Διγενής προέρχεται από δυο γένη, τους βυζαντινούς και τους ακρίτες, τον κάνει να μοιάζει με τον Ιησού (που συνδυάζει στο πρόσωπό του δυο υποστάσεις την θεϊκή και την ανθρώπινη), όπως και σε άλλα στοιχεία (ότι παλεύουν και οι δυο με τον θάνατο, κι ο μεν Ιησούς τον νικάει και ανασταίνεται από τον Άδη «θανάτω θάνατον πατήσας», ο δε Διγενής παλεύει με τον Χάροντα στα «μαρμαρένια αλώνια», μια σαφή εικόνα νεκρατεφείου ή ορχήστρας θεάτρου).
6. Όπως δείχνει ο Jan Kοtt στο βιβλίο του Θεοφαγία (εκδ Εξάντας, 1978) υπάρχουν πολλές και όχι τυχαίες ομοιότητες του Ηρακλή με τον Ιησού.
7. Ο Προμηθέας που αλυσοδέθηκε στον Καύκασο δεν διαφέρει πολύ από τον Ιησού που σταυρώθηκε. Πέρα από τις διαφορές στον μύθο, η ουσία είναι η ίδια: πάσχουν τα πάνδεινα από την πολλή τους αγάπη προς τους ανθρώπους.
8. Σ’ ένα σπουδαίο του απόσπασμα ο Ηράκλειτος λέγει ότι ψευδόμεθα όταν ιδιάζουμε (όταν κλείνεται ο καθένας μας στον εαυτό του, όταν παρα-μιλάει). Αντίθετα, όταν μιλάμε – σε οποιοδήποτε είδος ακροατηρίου, ακόμα και του ενός, αληθεύουμε, και μόνο από το γεγονός ότι βρισκόμαστε ξύπνιοι, όλοι μαζί, στον ένα και τον αυτό κόσμο των ξυπνητών και όχι σε κάποιον από τους αναρίθμητους ιδιωτικούς κόσμους των κοιμισμένων.
9. Ο Lev-Strauss έδειξε στην εθνολογία αυτό που άλλοι έδειξαν τον τελευταίο αιώνα στη βιολογία και ψυχολογία, ότι δηλ. ο πολιτισμός εδραιώθηκε και εδραιώνεται μέσα από κάποιες παραδειγματικές νίκες της τάξης πάνω στην αταξία. Δηλαδή της αυτοσυγκράτησης πάνω στην αυθαιρεσία, της ανταλλαγής που συνδέει πάνω στην διαλυτική αυτάρκεια.
10. «ώσπερ εν τη γονή το σπέρμα περιέχεται, ούτω και τον σπερματικόν Λόγον όντα του κόσμου». Θα ‘ταν πολύ ενδιαφέρον να δούμε γιατί ο Λόγος είναι γένους αρσενικού και γιατί παίρνει την έννοια την σπερματική. Δεν έχουμε όμως χώρο διαθέσιμο. Θα γίνει αλλού αυτή η μελέτη.
11. Ο Χέγκελ θαυμάζει τον Αναξαγόρα που ταύτισε τον κατεξοχήν φορέα του Λόγου στον άνθρωπο, τον Νου, με τον Θεό, στην διατύπωση Νους Θεός, και θυμίζει, όλο επιδοκιμασία, την εκτίμηση του Αριστοτέλη, πως «ο Αναξαγόρας έμοιαζε να είναι ο μόνος νηφάλιος ανάμεσα στους μεθυσμένους».
12. «Stoici consent autem sapienes sapientibus etiam ignotis esse amicos» λέει ο Κικέρωνας. (Το αναφέρει ο Κ. Τσάτσος).
13. Δείχνοντας τις αποφασιστικές αλληλεξαρτήσεις όλων των τομέων της βιομάζας του πλανήτη. Η ζωή μοιάζει να ‘ναι ένας ενιαίος ωκεανός που σφύζει, κόντρα στην (πλασματικογόνο) Αρχή της Εξατομίκευσης (την Principium Individuationis) που δρα σαν «πέπλο της Μάγυα» όπως θα ‘λεγε ο Άρθουρ Σοπενχάουερ.
14. Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, ο Προμηθέας δεν ήταν ένας αντάρτης Τιτάνας αλλά πατέρας όλων των θεών! Σε πολλές μυθολογίες του κόσμου υπάρχει ο trickster, ο πολυμήχανος διαβολάκος (Εωσφόρος δηλαδή. Φωτοφόρος είναι κι ο Προμηθέας!) που χαρίζει τη γνώση της τεχνικής στους ανθρώπους. (Βλ. Joseph Campell: Primitive Mythology).
Απόσπασμα από το άρθρο «Ψυχανάλυση και ελληνική γλώσσα, ελληνικός λόγος. Μερικές εκλεκτικές συγγένειες» του Διονύση Αχ. Λιάρου, από τον τόμο «Ψυχανάλυση και Ελλάδα», Εταιρεία σπουδών νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας, Αθήνα 1984
Κατηγορίες:ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Πολύ ενδιαφέρον το απόσπασμα του άρθρου. Μία παρατήρηση μόνον: η κριτική του αρθρογράφου για την έξοδο των πρωτοπλάστων απ’ τον παράδεισο της αφασίας φαίνεται να εκκινεί από τη λαϊκή παράδοση κι όχι από το γράμμα της Γραφής, στην οποία αναφέρεται π.χ. «το δέντρο της γνώσης» κι όχι «το δέντρο του κακού» κλπ.
Μια πιο αντικειμενική ανάγνωση των αρχαίων κειμένων, ίσως να διαχώριζε τη σοφία τους απ’ την παπατζίδικη ερμηνεία τους. Κι αφού αναφέρει τον Φρόυντ ο αρθρογράφος, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η πραγματική δοκιμασία που μηχανεύτηκε ο πλάστης του, για να βεβαιωθεί για την ετοιμότητα του ανθρώπου να συναντήσει τον Λόγο, ήταν η ανυπακοή του στην απαγόρευση που ο ίδιος του έθεσε, να μη φάει δηλαδή από το δέντρο της γνώσης. Μια πατροκτονία, ή μια ανυπακοή, συμβολίζει την αμφισβήτηση των καθιερωμένων Νόμων, θεσφάτων ή έξωθεν/άνωθεν επιβεβλημένων, και εισάγει τα υποκείμενα στις έννοιες της αυτο-νομίας και της δημοκρατίας. Υπό ένα τέτοιο πρίσμα, ο ιουδαίος θεός όχι μόνον δεν θα ήταν ένα μισότρελος γέρος πατριάρχης και «η κακή εκδοχή του Δία», αλλά αντίθετα θα ήταν ένας πραγματικά σοφός γέρων, κι επί πλέον και φεμινιστής, αφού έκανε την περιέργεια της Εύας καταλύτη της αφύπνισης του ανθρώπου.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο «μισότρελος Γέρος που ουρλιάζει σ’ όλη την Παλαιά Διαθήκη ζητώντας αίμα» δεν κάνει τίποτ’ άλλο από αυτό που προτείνουν παγκοσμίως οι σοφοί, και οι διάφοροι μάντεις στους Έλληνες για να ευοδωθούν οι, κατά περίπτωση, προσπάθειές τους: θυσίες για την επίτευξη του στόχου· όπως ο πρωτομάστορας θάβει την κόρη του για να στεριώσει το γιοφύρι, κι ο άνθρωπος θυσιάζει την αυθαιρεσία του για να ζήσει σε κοινωνία με νόμους, έτσι κι ο ιουδαίος θεός ζητάει θυσίες για να βεβαιωθεί ο άνθρωπος για την αλήθεια των προθέσεών του.
Τείνω να πιστεύω λοιπόν ότι όσοι αναζητούν έναν καλούλη θεούλη να χαϊδεύει τους ανθρώπους με αγάπες και λουλούδια και να τους κάνει, άκοπα γι αυτούς, όλα τα χατίρια και να τους περνά χεράκι – χεράκι απ’ τις κακοτοπιές της ζωής, ψάχνουν στην ουσία για το αντίθετο της χειραφέτησης και της σοφίας. Αναπολούν την προστατευμένη παιδική ηλικία μέσα στη γονική αγκαλιά, και δεν πιστεύουν στην ετοιμότητα του ανθρώπου να κατακτήσει τον Κόσμο («κόσμο» και με την έννοια του στολιδιού, του «κοσμήματος») του Λόγου.
Δεν ήταν ωστόσο πρόθεσή μου να υπερασπιστώ τον ιουδαίο θεό, και μάλιστα σε αντιπαράθεση με τον Τιτάνα δάσκαλο Προμηθέα, που «κατέβηκε […] μ’ ένα δαδί στο χέρι, έριξε φώτα στις σπηλιές και χάρηκε τ’ ασκέρι», αλλά με εντυπωσίασε, παρά τον ελληνοκεντρικό του ενθουσιασμό, η περιορισμένη οπτική του αρθρογράφου στο θέμα αυτό.
το σχόλιο σας για άγνωστο λόγο εξορίστηκε στα spam
ΕΞΑΙΡΕΤΗ ΑΝΑΛΥΣΗ…ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ!
Περιμένοντας να δημοσιευτεί το προηγούμενό μου σχόλιο (χάθηκε; λογοκρίθηκε; μελετάται;) ξαναδιαβάζω το άρθρο. Ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να αντιληφθώ αν ο στόχος του αρθρογράφου ήταν να μας διασκεδάσει φλυαρώντας ή να μας πείσει (με επιχειρήματα) για κάποιο θέμα, που ίσως, γι αυτόν, έχει σχέση με τον έρωτα. Το πρώτο ίσως το προσέγγισε, ελαφρά τη καρδία και τη γλώττα, με γραφή περίπου συνειρμική (αν και ελάχιστα πρωτότυπη), έως και παραληρηματική, σαν να αυτοσαρκάζονταν, ευφυώς σε αυτήν την περίπτωση, για την σύγχυση που διαπερνά και τον δικό λόγο.
Γιατί δεν μπορεί π.χ. στα σοβαρά να προσπαθεί του λόγου του να μας πείσει ότι «η ευχή ‘ζωή σε λόγου μας’ δείχνει ξεκάθαρα ότι ταυτίζουμε τη ζωή μας, την ύπαρξή μας, με τον «Παγκόσμιο Λόγο» που εκφράζεται σαν Ζωή των ζωντανών όντων» (σε εισαγωγικά αυτούσια η παράθεση απ’ το άρθρο). Πρόκειται, στην καλύτερη περίπτωση, για βιασμένη αερολογία. Αν τώρα το έκανε από άγνοια του σχήματος «(ε)λόγου μου/σου/του» (π.χ. «καλός είσαι και του λόγου σου», ο «λόγος» πάντα σε γενική) κλπ, που σημαίνει εμένα/εσένα/αυτόν κλπ, δηλαδή «ζωή σε λόγου μας» == «ζωή σε μας», «ζωή για πάρτη μας», ίσως θα έπρεπε να προφυλάξει τον εαυτό του από τις κακοτοπιές γράφοντας κάποιου είδους ποίηση, όπου οι λεκτικές εικόνες θα περνούσαν το μήνυμά του καλύτερα, χωρίς την υποχρέωση που επιβάλλει ο πεζός λόγος να βγαίνει νόημα.
Τα ατάκτως ερριμμένα σπαράγματα λόγων άλλων (ο ορισμός της λέξης «συμπίλημα») μπορεί να εντυπωσιάζουν κάποιους, πλην όμως αποτυγχάνουν οικτρά να δώσουν περιεχόμενο και τέλος (σκοπό, αποτέλεσμα) στις προτάσεις, να τις κάνουν κείμενο με νόημα.
Εάν λογοκρίθηκε το προηγούμενό μου σχόλιο, έχω να παρατηρήσω ότι η αξία ενός άρθρου, όπως αυτό εδώ που σχολιάζω, δεν κρίνεται σήμερα, την εποχή «της ηλεκτρονικής αποθήκευσης των πληροφοριών», από τη δημοσίευσή του στο διαδίκτυο (πράγμα που κάνει κι η Σάρα, η Μάρα και η Κουτσή Μαρία). Κρίνεται απ’ την αντοχή του στον αντίλογο που προκαλεί, και απ’ την επαλήθευσή του μέσα απ’ αυτόν και μέσα απ’ την εφαρμογή του, όπως άλλωστε και κάθε επιστημονικό ή φιλοσοφικό εγχείρημα. Τα υπόλοιπα είναι έπεα πτερόεντα, και είναι ευτύχημα αν τύχει και σέβονται τον εαυτό τους και τους αναγνώστες την ώρα που προσπαθούν να σκεδάσουν την βαρετή μας καθημερινότητα.
Ίσως όμως τελικά ο αρθρογράφος να πετυχαίνει διάνα σ’ αυτό που πρώτο-πρώτο λέει στις σημειώσεις του: «Κάθε σωστή καίρια απάντηση είναι ανακουφιστική. Ενώ κάθε ψευτο απάντηση τυραννάει.»
Ακόμα πιο εντυπωσιακό κατά τη γνώμη μου είναι πως «παρά τον ελληνοκεντρικό ενθουσιασμό» του αρθρογράφου, δεν υπάρχει καμία νύξη για το πλατωνικό Συμπόσιο (ή ίσως τον Φαίδρο), το αριστούργημα εκείνο που εξετάζει την παράλληλη φύση της Φιλοσοφίας (της α-πορίας δια μέσου του ἐρωτᾶν) και του έρωτα per se, αυτό το διγενές (οὔτε ὡς ἀθάνατος πέφυκεν οὔτε ὡς θνητός) τέκνο με την παράξενα συμβολική γενεαλογία του μεθυσμένου (παραληρηματικού) Πόρου και της Πενίας, την «ἐπιβουλεύουσα διὰ τὴν αὑτῆς ἀ-πορίαν». Όπως συμβαίνει και με τον (διαλεκτικό) αδελφό του, τον Αντέρωτα, είναι «αλάστωρ»: σύνοικος της ένδειας και χαμαιπετής, παρουσιάζεται αποφατικά ως: «ἀνυπόδητος, ἄοικος, ἄστρωτος, ἐπὶ θύραις καὶ ἐν ὁδοῖς ὑπαίθριος κοιμώμενος» και ταυτόχρονα «πόριμος» που καταγίγνεται με τη φιλοσοφία
σε όλη του τη ζωή, βρισκόμενος πάντα σε μία μέση κατάσταση μεταξύ «σοφίας τε αὖ καὶ ἀμαθίας». Κοντά σε αυτή τη «μωρία», μεγάλο βιβλιογραφικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η αρχική σιωπή του Σωκράτη στον διάλογο (που διστάζει να εισέλθει στο σπίτι, ακούγοντας από μακριά μόνο τη συζήτηση) για την οποία έχουν γραφτεί ποικίλες ερμηνείες με κέντρο την ειρωνία της Σωκρατικής άγνοιας στην διαμάχη των Hegel-Schleiermacher, που είναι και η απαρχή του πρώϊμου Kierkegaard. Μάλιστα, στο έργο Είτε-Είτε, το κατ’εξοχήν βιβλίο που μπορεί να ανιχνεύσει κανείς πως αντιλαμβάνεται ο τελευταίος την εικόνα ενός «ερωτώντος» Σωκράτη,
γράφει χαρακτηριστικά: «Μόνο εκείνος που έχει δαγκωθεί από φίδια γνωρίζει τι πρέπει να υποφέρει κάποιος που έχει δαγκωθεί από φίδια».